ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1950-60
ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1950-60
Πρώτη χρονιά στο Δημοτικό σχολείο
Ήταν αρχές του πενήντα όταν πήγα για πρώτη
φορά στο δημοτικό σχολείο του χωριού μου . Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος στο
χωριό και θεώρησε καλό να με
στείλει μια χρονιά νωρίτερα, γιατί
έδειχνα ενδιαφέρον για τα γράμματα . Πήγα λοιπόν στην πρώτη τάξη και θυμάμαι
πως ο δάσκαλός μου ήταν αρκετά αυστηρός
και δεν δέχονταν παρεκτροπές και θορύβους μέσα στο μάθημα . Μια
μέρα μιλούσα με ένα συμμαθητή μου
μέσα στο μάθημα και κάποια στιγμή ένοιωσα
να μου τραβάει το αυτί και
να με παρατηρεί αυστηρά . Αυτό ήταν κάτι που δεν μπορούσα να το δεχτώ και όταν
πήγα σπίτι έβαλα τα κλάματα και είπα στη μάνα μου πως δεν θα ξαναπήγαινα
σχολείο. Η μάνα μου ,πήρε το μέρος του δασκάλου
και μου είπε : « Τι είναι αυτά που λες
παιδάκι μου ; δεν πρέπει να δίνεις δικαιώματα , εσύ ,γιός δασκάλου . Τι θα πουν τα άλλα παιδιά»
. Το ξανασκέφτηκα και είδα
πως είχε δίκιο η μάνα μου .
Ξαναπήγα στο σχολείο και πρόσεχα πιο πολύ στο μάθημα . Όλα ξεχάστηκαν και εγώ άρχισα να νοιώθω όμορφα με την παρέα των συμμαθητών μου .
Εκείνα τα χρόνια
το σχολείο θεωρούσε παιδαγωγικά σωστό να επιβάλλει αυστηρή πειθαρχία στους
μαθητές . Αλλοίμονο αν κάποιος έκανε αταξίες στο χώρο του σχολείου . Στις
μεγαλύτερες τάξεις κάποιος δάσκαλος είχε ένα ραβδί και το δοκίμαζε τακτικά στην
παλάμη των ζωηρών , ακόμη και στα οπίσθια τους. Το ραβδί ή αλλιώς η βίτσα όπως
λεγόταν από μας , ήταν από το
δέντρο «κρανιά» και είχε ρόζους γι’
αύτό και δεν έσπαζε κατά το
χτύπημα. Όσοι το είχαν δοκιμάσει βεβαίωναν πως πονούσαν για μέρες . Απ’ τους
γονείς δεν υπήρχε αντίδραση γιατί θεωρούσαν πως ήταν για το καλό του παιδιού
τους . Μάλιστα μερικοί προέτρεπαν το δάσκαλο λέγοντάς του : « Κοίταξε δάσκαλε, άμα δεν κάθεται φρόνιμα
να τον δέρνεις, για να συμμορφωθεί και να γίνει άνθρωπος». Και ο δάσκαλος έχοντας τη συναίνεση των
γονιών πολλές φορές υπερέβαλε στις τιμωρίες . Όμως ο πατέρας μου δεν ήταν αυτής
της παιδαγωγικής αρχής και χρησιμοποιούσε τις νουθεσίες και τον καλό λόγο . Τα
παιδιά τον αγαπούσαν, σε αντίθεση με τους άλλους αυστηρούς ,«παιδαγωγούς», του
σχολείου που ,«βαρούσαν», έδερναν πολύ. Εκείνη τη εποχή δεν μπορούσε κανείς να
μιλήσει για διάλογο με τους μαθητές και για διαφωνίες σε θέματα σχολικής ζωής.
Χρειάστηκαν τουλάχιστον είκοσι χρόνια για να αρχίσει να αλλάζει το παιδαγωγικό
σύστημα στη χώρα μας και από αυταρχικό να γίνεται ανθρώπινο .
Στη δεύτερη τάξη άλλαξα σχολείο και πήγα στην πόλη γιατί ο πατέρας μου έπαιρνε αποσπάσεις
κάθε χρόνο από χωριό σε χωριό . Αυτό ήταν από τη μια μεριά καλό γιατί έκανα καινούργιους
φίλους , από την άλλη όμως έχανα
τους παλιούς με τους οποίους είχα ήδη συνδεθεί φιλικά. Στην πόλη τα παιδιά
είχαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης και μερικά ήταν από εύπορες οικογένειες .
Φόραγαν καλά ρούχα και είχαν δερμάτινη τσάντα και ωραία μολύβια και τετράδια. Καμία σχέση με τα παιδιά του
χωριού που φορούσαν παπούτσια από
καουτσούκ και η τσάντα τους ήταν πάνινη φτιαγμένη από τη μάνα τους. Τα
παιχνίδια τους ήταν πιο φανταχτερά
και το φαγητό τους πιό πλούσιο στα διαλύματα . Θυμάμαι πως στο παιχνίδι
με τους βόλους τα παιδιά της πόλης είχαν ωραίες γυάλινες μπίλιες ενώ εμείς στο
χωριό φτιάχναμε χωμάτινους βόλους, «τα κουϊνια», ,όπως τα λέγαμε, φτιαγμένα από
πηλό. Στην πόλη υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στα σπίτια . Το ηλεκτρικό εργοστάσιο της
πόλης έδινε τάση στα 110 βόλτ και οι λάμπες είχαν μικρή ισχύ στα σπίτια και φώτιζαν με ένα κάπως χλωμό φως . Όμως στο χωριό
ο ηλεκτρισμός ήταν ακόμα κάτι άγνωστο και η λάμπα και το καντήλι φώτιζαν
λιγοστά . Το διάβασμα γίνονταν κάτω από μια λάμπα πετρελαίου και τα μάτια μας γρήγορα κουράζονταν
από το χαμηλό φωτισμό. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ανέσεις μετακίνησης και
θέρμανσης το χειμώνα.
Οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να πηγαίνουν από ένα ξύλο
την ημέρα στο σχολείο για να ζεσταίνουν οι σόμπες τις τάξεις. Οι δρόμοι ήταν
στρωμένοι, στην καλύτερη περίπτωση με χαλίκι και το χειμώνα σχηματίζονταν
μεγάλες λακούβες με νερό και λάσπη . Γυρίζαμε στο σπίτι λερωμένοι , γεμάτοι
λάσπες και κρυωμένοι γιατί τα ρούχα μας τις περισσότερες φορές είχαν βραχεί .
Δεν υπήρχε μέσο μετακίνησης ,ούτε καν ποδήλατο για μικρές διαδρομές . Το
μοναδικό ποδήλατο είχε φέρει ο πατέρας μου στο χωριό και ήταν κάτι αξιοπερίεργο
για όλους . Ήταν ένα « Herculis
» που για την εποχή του φάνταζε
σαν πολυτελές μέσο μεταφοράς και
πολύ το ζήλευαν καθώς περνούσε από μπροστά τους . Οι περισσότεροι διέθεταν το
ταπεινό γαϊδουράκι και το κάρο με τα βόδια να το σέρνουν αργά , αργά.
Στη Τρίτη Τάξη
Στην Τρίτη
τάξη βρέθηκα στο χωριό Ραχούλα όπου αποσπάσθηκε ο πατέρας μου .Ήταν ένα ορεινό
χωριό των Αγράφων, που η οικονομία
του ήταν βασισμένοι κυρίως στην
κτηνοτροφία και τα δασικά προϊόντα . Οι κάτοικοι μόλις μπορούσαν να
αγοράσουν τα απαραίτητα για τη διατροφή τους και το απλό ντύσιμό τους . Οι
μαθητές του σχολείου φορούσαν το χειμώνα μάλλινα ρούχα και κάλτσες φτιαγμένα από τα χέρια των δικών τους.
Θυμάμαι πως για να γράψουμε στο σχολείο χρησιμοποιούσαμε πέννες και μελάνια .
Είχαμε τρυπήσει το θρανίο στο μέσον και βάζαμε ένα χωνάκι όπου τοποθετούσαμε
ένα διάλυμα μελάνης και κάθε τόσο βουτούσαμε την πέννα και δίπλα μας είχαμε και
ένα στυπόχαρτο για να στεγνώνουμε το γράψιμο. Τα χέρια μας ήταν γεμάτα
μουτζούρες από μελάνη και στο σπίτι κάναμε αρκετή προσπάθεια να τα καθαρίζουμε
. Δεν είχαν βγει ακόμη τα στυλό διαρκείας και το γράψιμο ήταν μια υπόθεση
δύσκολη, ιδιαίτερα αν προσπαθούσε
κανείς να κάνει και καλληγραφήματα.
Η παιδαγωγική
στο σχολείο ήταν η ίδια που εφαρμόζονταν παντού. Καλή τάξη ήταν εκείνη που οι
μαθητές της κάθονταν φρόνημα και δεν μιλούσαν. Μιλούσε μόνο ο δάσκαλος και όλοι
τον άκουγαν με προσοχή. Αν κανείς μαθητής είχε το θάρρος να ρωτήσει κάποια
διευκρίνηση , εισέπραττε την οργή του δασκάλου που τον διέκοψε και την ειρωνική
παρατήρηση πως δεν του κόβει «το μυαλό» ,να καταλάβει τόσο απλά πράγματα .
Στην Τέταρτη Τάξη
Βρέθηκα στο
χωριό Μεσενικόλας που τότε ήταν μισοκατεστραμένο από τον πόλεμο. Μέναμε σε ένα
διώροφο σπίτι και δίπλα μας ήταν σπίτια γκρεμισμένα και οι δρόμοι σωστά
γκαλντερίμια. Το σχολείο είχε καεί και γι’αυτό και κάναμε μάθημα σε κάποια
πτέρυγα της εκκλησίας που είχε μετατραπεί σε αίθουσα. Το χειμώνα τα πράγματα
ήταν πιο δύσκολα γιατί η παγωνιά έκανε τη μετακίνηση επικίνδυνη . Ένα από τα
προσφιλή μας παιχνίδια ήταν να γλιστράμε πάνω στο χιόνι με μικρά αυτοσχέδια έλκηθρα,
στην περιοχή της πλατείας . Αυτό ήταν το σκί της εποχής εκείνης όπου οι
άνθρωποι προσπαθούσαν να συνέλθουν από τις καταστροφές της προηγούμενης
δεκαετίας των πολέμων. Ένα από τα
παιχνίδια μας επίσης ήταν και η μάχη αντίπαλων ομάδων με ρίψη μικρών σφαιριδίων
από τα κλαδιά δέντρων , τα «τσάπουρνα» ή αλλιώς « κουμπουρδέλια» όπως τα έλεγαν
εκεί . Μερικές φορές το παρακάναμε πετώντας στους αντιπάλους και μέσα στην
Εκκλησία ακόμα κατά τη διάρκεια της ακολουθίας των χαιρετισμών. Κάποτε για κακή
μας τύχη ο ιερέας έγραψε τα ονόματα όσων μετείχαν στο αγώνισμα αυτό και την
άλλη μέρα μας κάλεσε ο δάσκαλος και «ποιός είδε το Θεό και δεν τον εφοβήθη». Έδερνε
δυνατά στα χέρια με μια κρανιά ,
τόσο πολύ που αυτά κοκκίνιζαν και από μερικούς, όπως έλεγαν κάποιοι , έτρεχε
αίμα. Έτσι ο σκληρός εκείνος δάσκαλος αποκατέστησε την πειθαρχία που είχε
διασαλευτεί σοβαρά από αυτό το επικίνδυνο έθιμο.
Από τότε δεν
ξανατόλμησαν οι μαθητές να επαναλάβουν τους αγώνες ρίψης σφαιριδίων και ο
δάσκαλος περηφανεύονταν πως
αντέδρασε αποτελεσματικά στην πρόκληση των ζωηρών μαθητών του σχολείου. Εμείς βέβαια θεωρήσαμε ως ηθικό
αυτουργό της σκληρής μας τιμωρίας , τον ιερέα και για έναν διάστημα
πραγματοποιήσαμε αποχή από τον εκκλησιασμό μέχρι που το πράγμα ξεχάστηκε και
όλα επανήλθαν στον κανονικό τους ρυθμό, για το χωριό .
Ο Μεσενικόλας
ήταν παλαιά ένα κεφαλοχώρι με υπηρεσίες και έδρα διοίκησης . Είχε Ειρηνοδικείο
, Ιατρείο , δασικές υπηρεσίες και
άλλες. Οι καταστροφές όμως
άλλαξαν το πρόσωπο του χωριού και κατέστρεψαν τις όποιες υποδομές είχε. Παντού
μαυρισμένοι τοίχοι και κατεστραμμένα σπίτια . Εντύπωση μου είχε κάνει τότε ,πως
οι συμμαθητές μου δεν είχαν δει ποδήλατο και δεν γνώριζαν την ύπαρξη
ηλεκτρισμού και τηλεφώνων. Ένα λεωφορείο όλο και όλο έρχονταν από την πόλη κάθε
μέρα και έφερνε εφόδια και ανθρώπους.
Στην Πέμπτη και Έκτη
Τάξη στο χωριό μου.
Στην Πέμπτη
τάξη ξαναγύρισα στο χωριό μου , το Καλλίθηρο, γιατί ο πατέρας μου επέστρεψε στη θέση του . Το περιβάλλον
ήταν γνώριμο και οι παλιοί μου φίλοι με ξαναδέχτηκαν με χαρά στα παιχνίδια τους.
Η μπάλα που παίζαμε στα αλώνια είχε γίνει δερμάτινη πλέον από πάνινη που ήταν
παλιά και τα παπούτσια μας είχαν και αυτά βελτιωθεί και ήταν πέτσινα. Η κατάσταση στους δρόμους και τα σπίτια
του χωριού καλυτέρεψε και άρχισε γενικά να φαίνεται κάποια αισιοδοξία για το
μέλλον μας. Τα μαθήματα στο σχολείο ήταν πιο δύσκολα και χρειάζονταν περισσότερες ώρες διάβασμα στο σπίτι
. Είχα φτιάξει ένα τετράδιο για τους κανόνες της γραμματικής και κατέγραφα εκεί
τις κλίσεις των ρημάτων και τους κανόνες τονισμού. Σε ένα άλλο τετράδιο είχα
για τα μαθηματικά καταγράψει τις δυσκολότερες
ασκήσεις και διάφορες οδηγίες που μας έδινε ο δάσκαλος. Στη φυσική ιστορία τα
πράγματα ήταν πιό ενδιαφέροντα γιατί
γνωρίζαμε σχεδόν όλα τα ζώα που είχε το περιβάλλον του χωριού . Στο
σπίτι είχαμε αγελάδες και
κατσίκες ,αρκετές χήνες και πάπιες
και άφθονες κότες. Τα γαϊδουράκια ήταν απαραίτητα για μεταφορές και μετακίνηση
στην πόλη και τα κάρα διευκόλυναν τις εργασίες στα χωράφια. Δεν υπήρχαν μηχανοκίνητα
μέσα και ο θερισμός του σιταριού γινόταν με δρεπάνια. Ο αλωνισμός γίνονταν στο
αλώνι στην περιφέρεια του χωριού με επίπεδα πλαίσια που είχαν οδοντωτή επένδυση
για να αποχωρίζουν τους κόκκους από τα καλάμια . Ήταν η περίφημη «αδωκάνη» που την έσερναν τα βόδια ή τα
άλογα για όσους τα διέθεταν. Αργότερα εμφανίστηκαν οι πρώτες αλωνιστικές
μηχανές που απλοποίησαν τις εργασίες αλωνισμού .
Στο σχολείο
είχε οργανωθεί, μετά από ξένη βοήθεια, σισίτιο με γάλα και κασέρι και κάθε πρωϊ
μεταφέραμε στην τσάντα μας ένα κανάτι για να πιούμε το γάλα μας πριν πάμε στην
αίθουσα για μάθημα. Θυμάμαι μάλιστα πως μοίραζαν στο σχολείο και μικρές
βιταμίνες για να δυναμώσουμε μια και το φαγητό μας δεν ήταν πλούσιο στα
απαραίτητα για την ηλικία μας συστατικά.
Η ζωή μας ομόρφαινε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα γιατί πηγαίναμε στην
Εκκλησία και οργανώνονταν χοροί και άλλες εκδηλώσεις στην πλατεία. Η Εκκλησία
μας ήταν πάνω σε ένα λόφο και έπρεπε να σκαρφαλώσουμε ένα στενό ανηφορικό δρόμο
μέχρι να φτάσουμε . Για μας βέβαια αυτό ήταν παιχνίδι αλλά για τους μεγάλους
ήταν αρκετή κούραση . Πάνω στο λόφο ήταν η παλιά εκκλησία του Αϊ Θανάση και η
θέα στο χωριό και στον κάμπο ήταν
εξαιρετική.
Θυμάμαι πως ένα από τα πιό αγαπητά μας
παιχνίδια ήταν να χτυπάμε την καμπάνα στις γιορτές και το πανηγύρι. Ακόμη το
βράδυ της Ανάστασης άναβε μια
μεγάλη φωτιά πάνω στο λόφο, από ξύλα που μαζεύαμε τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ήταν ο « Α-φανός» της Ανάστασης και φαίνονταν από χιλιόμετρα μακριά. Στις
διακοπές των Χριστουγέννων και του
Πάσχα το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν η μπάλα στα αλώνια , στην περιφέρεια του
χωριού. Εκεί υπήρχαν φυσικά γήπεδα και όλη τη μέρα τρέχαμε και απολαμβάναμε το
παιχνίδι. Εγώ ανέβαινα στο λόφο
κάθε Παρασκευή κατά την
ακολουθία του Ακάθιστου Ύμνου και με ένα βιβλιαράκι παρακολουθούσα την
ακολουθία . Αυτό αποτελούσε πρόβλημα για τον σεβάσμιο ιερέα μας που διάβαζε τα
κείμενα συμψηφίζοντάς τα με ένα σχετικό θόρυβο ώστε να μην καταλαβαίνει εύκολα
κανείς τις λέξεις . Με την τεχνική αυτή παρέλειπε και κάποια εδάφια ώστε να
συντομεύει το χρόνο. Βλέποντας όμως εμένα να παρακολουθώ το κείμενο στο
βιβλιαράκι αναγκάζονταν εκ των
πραγμάτων να κάνει ακριβή ανάγνωση . Κάποια μέρα είπε στον πατέρα μου . « Τι να κάνω ,έχω και εκείνο το Γιώργο τον
δικό σου με το βιβλιαράκι στα χέρια ,να ελέγχει τι λέω και τι ψέλνω» .
Εμένα με ικανοποίησε αυτή η παρατήρηση του Παπά και δεν παραιτήθηκα της
διαδικασίας ανάγνωσης της ακολουθίας ως καλός χριστιανός.
Όταν
,φοιτητής πια, βρέθηκα στην Ανάσταση πάνω στον Αϊ Θανάση
,κουβάλησα και ένα μαγνητόφωνο για να καταγράψω τη λειτουργία . Ο Ιερέας
θεώρησε αυτή μου την ενέργεια σαν πολύ σημαντική πράξη και από την ωραία πύλη
απηύθυνε συστάσεις προς τους πιστούς να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί γιατί θα
γίνονταν μαγνητοφώνηση της λειτουργίας για πρώτη φορά στα χρονικά . Είπε λοιπόν
ο ιερέας απευθυνόμενος στους πιστούς στον κατάμεστο ναό : « Ακούστε, αγαπητοί μου χριστιανοί ,σήμερα ο
Γιώργος θα μαγνητοφωνήσει τη λειτουργία και θέλω από σας απόλυτη ησυχία . Αυτά
που θα γράψει θα μείνουν για την ιστορία». Πράγματι βρέθηκα εγώ με ένα
μικρόφωνο στο χέρι να μαγνητοφωνώ τον ιερέα και τους ψάλτες που υπερέβαλλαν
εαυτόν ώστε να αποδώσουν τα μέγιστα.
Στην έκτη
τάξη το διάβασμα έγινε πιο συστηματικό γιατί επρόκειτο να δώσουμε εξετάσεις για
την εισαγωγή μας στο Γυμνάσιο.
Πολλές φορές με την παρέα μου καθόμασταν και διαβάζαμε τις ασκήσεις που μας έβαζε ο δάσκαλος . Εγώ
είχα και κάποια βοηθητικά βιβλία και βλέπαμε περισσότερες οδηγίες . Ενας φίλος
συμμαθητής μου έρχονταν κάποια
απογεύματα από ένα κοντινό βλάχικο οικισμό με το μουλάρι του και συμμετείχε στο
διάβασμα και αυτός. Το παιχνίδι με τη μπάλα είχε περιοριστεί αρκετά και ξαφνικά
νοιώσαμε πως είχαμε μεγαλώσει ώστε να αντιμετωπίσουμε την πρόκληση της
συνέχισης των σπουδών μας στο Γυμνάσιο. Το Σεπτέμβρη δώσαμε τις εισιτήριες ,όπως λέγονταν , εξετάσεις
και σχεδόν όλοι η παρέα πέρασε στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου και πήγαμε στην πόλη για να συνεχίσουμε εκεί το
σχολείο.
Αγαπητέ συμπέθερε,πολύ μου άρεσαν όσα γράφεις από τις μαθητικές σου
ΑπάντησηΔιαγραφήαναμνήσεις!Είναι μία σύντομη ακτινογραφία της σχολικής ζωής σου,από την
οποία αντλεί κανείς και πολλές πληροφορίες για τη ζωή των κατοίκων στο
χωριό και την πόλη εκείνες τις εποχές!Προσωπικά,τα βρήκα πολύ ενδια
φέροντα και από λαογραφικής πλευράς!Τα διάβασα και τα ξαναδιαβάζω!
Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια σχετικά με το άρθρο μου. Πραγματικά περιγράφει καταστάσεις δύσκολες για τους μαθητές του δημοτικού σχολείου εκείνα τα χρόνια . Είχα την τύχη να ακολουθώ τον πατέρα μου στις αποσπάσεις του και έζησα και γνώρισα αρκετά
Διαγραφήχωριά στην αρχή της μεταπολεμικής εποχής . 'Αλλωστε αυτά καθόρισαν και την μετέπειτα πορεία μας στη ζωή. Ευχαριστώ λοιπόν ένα σημαντικό δάσκαλο που γράφει και επαινεί τα γραφόμενά μου.