Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ

 

Οδυσσέας Ανδρούτσος: Οι λεγεώνες των διαβόλων

Οδυσσέας Ανδρούτσος: Οι λεγεώνες των διαβόλων

κρημνοί, τα ποτάμια, οι πάγοι, τα χιόνια και τα δάση ήσαν τ’ αγαπητά μου κατοικητήρια. Εσηκώθη η Επανάστασις και ευθύς, συρόμενος απ’ το διάβολό μου, ελάτρευσα τους αρχηγούς της, εσεβάστηκα την απόφασή της και έτρεξα με όλους τους αρματωλούς της Ελλάδος να σκοτώσω Τούρκους. Μολονότι εκέρδιζα εν καιρώ Τουρκίας, ο διάβολός μου μού αφήρεσε αυτή την κλίση, αφού εσηκώσαμε τ’ άρματα. Τόσο με εφώτισε ο διάβολός μου ώστε να γεμίσω ψείρες, να λιμάξω ψωμί, να κείτομαι εις τα νερά, εις τα χιόνια και εις τη λάσπη, να πίνω φαρμάκια από εχθρούς και φίλους, να κυνηγιώμαι ως κατάδικος…»

 
  

Κι’ αφού ο επιστολογράφος τα ψάλλει για καλά του Λόντου, πολεμώντας ν’ αναλύσει κι’ εκεινού το διάβολο, συμπεραίνει:

«Κοίταξε όμως καλά, ότι κάθε Έλληνας έχει μέσα του δώδεκα λεγεώνας διαβόλων. Και έπαρε τα μέτρα σου, διότι, ως λέγει η παροιμία, ένας διάβολος σκοτώνει τον άλλο. Κοίταξε καλά, διότι ή κοντεύει να χαθεί η Πατρίς, ή θα πέσει εις κανένα χειρότερο ζυγό από εκείνο όπου βαστούσαν οι πατέρες μας».

 
  

Προσωπογραφία του Οδυσσέα Ανδρούτσου (ελαιογραφία σε μουσαμά, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)

Τώρα ένα άλλο κείμενο. Το τελικό. Πολλοί «διαβόλοι», αντιμαχόμενοι, οι «λεγεώνες των διαβόλων» του Ανδρούτσου έχουνε περάσει πάνω στο σώμα της επαναστατημένης Ελλάδας. Είναι η ώρα να πληρώσει και ο Οδυσσέας το διάβολο. Ο Ανδρούτσος είναι φυλακισμένος απ’ τον Γκούρα, τον αδερφό του, στην Ακρόπολη και θα θανατωθεί, άθλια, κατά διαταγή του. Μια απ’ τις πιο σπαραχτικές σελίδες του 21 είναι αυτή του αγωνιστή της Επανάστασης, του Κώστα του Καλαντζή, που λέει για κείνη τη νύχτα:

«Ακούστε πώς συνέβη του στρατηγού ο θάνατος. Από καιρό τον είχαν φυλακίσει εις τη μεγάλη Κούλια της Ακρόπολης. Του είχαν βάλει εις τα χέρια και τα πόδια σίδερα με μπάλες βαριές. Τροφή δεν του έδιναν ταχτικά ούτε καλή ούτε στρώμα. Όταν εγώ τον είδα εις τη φυλακή ήταν ανάλλαγος, λερωμένος, κουρελιασμένος, με ένα κοντοκάπι, και με τον ιστορικό του καλογηρόσκουφο λιγδωμένο απ’ τη λέρα. Τη νύχτα εκείνη οπού εχάθη εγώ ήμουν σκοπός εις την πόρτα της Κούλιας. Ήταν νύχτα πολύ σκοτεινή, έπεφτε ψιλή-ψιλή βροχή… Ήταν περασμένα τα μεσάνυχτα όταν βλέπω τέσσαρας άνδρας να έρχονται προς τη φυλακή. Ήταν όλοι τους αρματωμένοι καλά…»

Ο αφηγητής λέει πως τον αντικαταστήσανε, αλλά επειδή υποπτεύτηκε κάθισε, λέει, κρυφά και παραμόνεψε: «Άκουσα τον κρότο που έκαναν τα κλειδιά της φυλακής. Την άνοιξαν και μπήκαν στην Κούλια οι τρεις. Άμα μπήκαν μέσα άκουσα το χτύπο απ’ τις αλυσίδες του στρατηγού, που φαίνεται σηκώθηκε στο πόδι. Τον άκουσα να τους λέγει: «Ώρέ, ξέρω καλά ποιος σας έστειλε σάς εδώ, και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. Δε μου λύνετε τόνα μου χέρι να σας δείξω ποιος είμαι και πώς με λένε; Αυτές εδώ τις σαπιοκοιλιές δεν τις συνερίζομαι, μα συ, μωρέ Γιάννη, γιατί;» Πάνω σ’ αυτά αμέσως, καθώς κατάλαβα απ’ την ταραχή που ακολούθησε, ρίχτηκαν κατεπάνω στον αλυσωμένο. Άκουσα το βογγητό του, τους αναστεναγμούς και το μούγκρισμα του λιονταριού εκείνου, και η καρδιά μου ραγίστηκε. Ύστερα έγινε πέρα ως πέρα μεγάλη σιωπή. Σε λίγο είδα τους τέσσερις να τραβούν με το φανάρι προς το τείχος της Ακρόπολης που βλέπει προς του Μακρυγιάννη. Από κει ερχόταν ένας χτύπος όμοιος μ’ εκείνον που γίνεται όταν μπήγουν στύλο μέσα στη γη. Ύστερα τους είδα να γυρίζουν πίσω στην Κούλια, απ’ όπου πήραν κάτι πολύ βαρύ και το πήγαν μαζωμένοι στο μέρος του χτύπου. Εκεί πάλι κάτι έκαναν μέσα σ’ ανακάτωση, και ύστερα πάλι άκουσα χτύπο πέτρας που χτυπά σ’ άλλη πέτρα… Το πρωί άμα σηκώθηκα έμαθα πως ο Δυσέας δραπέτευσε τη νύχτα και δοκίμασε να κατεβεί απ’ την Ακρόπολη με σκοινί και πως το σκοινί κόπηκε και σκοτώθηκε, από το ύψος πεσμένος. Όπως όλος ο κόσμος επήγα κι’ εγώ και είδα. Στο μέρος που άκουγα χτύπους ήταν μπηγμένο μεγάλο παλούκι. Απάνω του, δεμένο ένα κομμάτι τριχιά. Σαν πήγα κάτω είδα το πτώμα του άμοιρου στρατηγού. Το στόμα του ήταν καταματωμένο. Ο λαιμός του είχε μαυρίλες και σημάδια από νύχια… Την ίδια μέρα έγινε το ξόδι του πολύ καταφρονεμένο, και χειρότερο κι’ απ’ του τελευταίου κατάδικου. Τον έθαψαν σα σκυλί στον Άγιο Δημήτρη, στα δυτικά της Ακρόπολης».

 
  

Ας κλείσει τούτη η πικρή σελίδα με την κάθαρση. Διαβάστε στον Μακρυγιάννη το τέλος του Γκούρα. Ο Μακρυγιάννης τού λέει: «Αδελφέ, δεν έπρεπε να γένει αυτό εις τον ευεργέτη σου και ναρθή από σένα». Δάκρυσαν –λέει ο Μακρυγιάννης– τα μάτια του τού καημένου· τον έτυπτε η συνείδησή του διά το κάμωμα οπούκαμεν εις τον Δυσέα. Μου είπε: «Αν ζήσω κι’ έβγω έξω δεν θέλω ματαξέρη απ’ αυτούς τους μπερμπάντες. Και τα χρήματα, μου είπε, καταγίνομαι να φκιάξω τη διαθήκη μου και θα κάνω καλά κι’ άλλα σκολειά διά την πατρίδα». Το ίδιο βράδυ φάγαν ψωμί ο Γκούρας με τον Μακρυγιάννη. Ο Μακρυγιάννης τραγούδησε σκοπό λυπητερό: «Ο ήλιος εβασίλεψε, Έλληνά μου βασίλεψε, και το φεγγάρι εχάθη». Ακούστηκε ντουφεκίδι έξω απ’ την πολιορκημένη Ακρόπολη. Ο Γκούρας βγήκε όξω, πήγε στο πόστο του και σκοτώθηκε.

Μήπως ήταν λάθος να θυμηθούμε κι’ αυτές τις σελίδες σήμερα, μέρα της μνήμης της δόξας του 21;

*Κείμενο του Ηλία Βενέζη για τον ξακουστό οπλαρχηγό Οδυσσέα Ανδρούτσο, που δολοφονήθηκε τα ξημερώματα της 5ης Ιουνίου 1825. Το εν λόγω κείμενο έφερε τον τίτλο «Μια πικρή σελίδα του 21», είχε δε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» το 1953, την παραμονή του εορτασμού της εθνικής επετείου της 25ης Μαρτίου.

Στην κεντρική φωτογραφία, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος (λιθογραφία του A. Friedel, 1825, Συλλογή Χαρακτικών Εθνικού Ιστορικού Μουσείου).


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ :ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΒΙΚΟΥ

ΒΕΡΓΙΝΑ-Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Β΄(ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ)