ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ -(ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΟΥ)






 
  



   

Ο Παναγιώτης Ι. Πάνου



 Γεννήθηκα στο Μαυρομάτι Καρδίτσας το έτος 1897. Όταν ήλθαν οι Τούρκοι, ήμουν τριών ημερών. Ο πατέρας μου με δήλωσε ένα χρόνο μικρότερο, ήτοι το έτος 1898. Το έτος 1915 εγκαταστάθηκα στην Καρδίτσα και εργαζόμουνα ως υποδηματοποιός . Το έτος 1918 κατατάχθηκα ως κληρωτός στο 1)38 Σύνταγμα Ευζώνων 1ης Μεραρχίας Λαρίσης. Μετά την εκγύμναση, μας  έστειλαν αποστολή στην Καβάλα και από  εκεί  στη Δράμα, και συγκεκριμένα στο χωριό Νικήσιανη στο βουνό Παγκαίο. Εκεί καθίσαμε όλο το χειμώνα μέχρι το Πάσχα. Τοποθετήθηκα στο 2ο Λόχο του 3ου Τάγματος. Διοικητής Συντάγματος ήταν ο Σταυριανόπουλος , Λοχαγός ο Καρβούνης , Επιλοχίας ο Δ. Κατσι-κογιάννης και Λοχίας ο Στέργιος Κωστόπουλος, που ήταν και κουμπάρος μου.
    Την 25η Απριλίου 1919 η Μεραρχία μας κατόπιν διαταγής αναχώρησε για τις Ελευθερές.  Εκεί στο λιμάνι είχαν αράξει επιβατικά και πολεμικά πλοία. Επιβιβαστήκαμε σε αυτά  και ξεκινήσαμε με προορισμό το Γαλάζιο της Ρουμανίας. Στη συνέχεια, πήγαμε στη Ρωσία, που ήταν επαναστατημένη. Αφού προχωρήσαμε λίγα χιλιόμετρα μάς  έδωσαν  διαταγή να γυρίσουμε πίσω και να περιμένουμε νεότερη διαταγή. Σε λίγο μας δόθηκε εντολή  να πάμε στη Σμύρνη. Την 1η Μαϊου 1919 ξημερώσαμε στη Μυτιλήνη και βλέπαμε τον κόσμο να γιορτάζει την Πρωτομαγιά.

                          


ΣΤΗ  ΣΜΥΡΝΗ

     Την επομένη, 2α Μαΐου με καράβια φτάσαμε  στη Σμύρνη και γύρω στις 9.30΄το πρωΐ αποβιβαστήκαμε. Στο κέντρο της πόλης μάς υποδέχθηκαν όλοι οι Έλληνες με σάλπιγγες και κλαρίνα, και οι τσολιάδες άρχισαν το χορό. Από τα παραθύρια των σπιτιών πετούσαν λουλούδια. Στη συνέχεια, μας δόθηκε διαταγή να πάμε στο Διοικητήριο και στο άνω μέρος της πόλης, προκειμένου να αναλάβουμε τη φρούρησή της. Προχωρούσαμε έχοντας «εφ’ όπλου λόγχη» .


Αποβίβαση στη Σμύρνη του πρώτου Συντάγματος με Διοικητή τον Σταυριανόπουλο. Ο Εύζωνας Παναγιώτης Πάνου ήταν από τους πρώτους που έφθασαν στη Σμύρνη. (Φωτογραφία του Πολεμικού Μουσείου)

    Την ώρα που προχωρούσε ο δικός μου λόχος, οι Τούρκοι πυροβόλησαν. Ευτυχώς , δεν είχαμε θύματα παρά μόνο έναν ελαφρά  τραυματία .  Εμείς δεν είχαμε φυσίγγια, γιατί ήμασταν κληρωτοί και δεν είχαν κατεβάσει ακόμη τα πυρομαχικά από το καράβι. Τότε εγώ άρπαξα από τις παλάσκες ενός άλλου στρατιώτη  δύο δεσμίδες σφαίρες . Εκείνη τη στιγμή άρχισαν να χτυπάνε και τα πολυβόλα μας.    
         Τότε ήλθε ένας πολίτης Σμυρνιός και  είπε στο Λοχαγό μας ότι σε κάποιο σπίτι κρύβονται 3-4 Τούρκοι Αξιωματικοί με πολιτική περιβολή και είναι οπλισμένοι με πιστόλια. Αμέσως ο Λοχαγός φώναξε τον κουμπάρο μου Λοχία Στέργιο Κωστόπουλο και του είπε να πάρει 5-6 άνδρες και να τρέξει. Αμέσως, ο λοχίας Κωστόπουλος πήρε λίγους στρατιώτες, όμως εμένα δεν με φώναξε. Τότε εγώ του είπα: «Κουμπάρε, θα έλθω και εγώ». Αυτός όμως ήταν ανένδοτος παρά την επιμονή μου και μου είπε.: « Κουμπάρε, εγώ πηγαίνω για επιχειρήσεις κι αν μου συμβεί τίποτε, να μην έχω έναν δικό μου άνθρωπο να πληροφορήσει το σπίτι μου ; Πιάσε έναν τοίχο και πρόσεξε να μη φας καμιά σφαίρα». Εν τω μεταξύ, μας εφοδίασαν με πολλά φυσίγγια. Δεν πέρασαν τρία τέταρτα της ώρας και ο Λοχίας Κωστόπουλος μαζί με τους άνδρες του επέστρεψε με αιχμαλώτους τους Τούρκους αξιωματικούς, που τους είχε συλλάβει και αφοπλίσει. 
      Αφού τέλειωσε αυτό το περιστατικό, ανεβήκαμε στο βουνό πάνω από τη Σμύρνη και στήσαμε φυλάκια. Εκεί ήταν και μερικά τούρκικα σπίτια, που δεν μας άνοιγαν, όταν κτυπούσαμε τις πόρτες. Ευτυχώς, είχαμε ένα δεκανέα από την Ελασσόνα, που μιλούσε τούρκικα και όταν τους μίλησε αυτός στη γλώσσα τους ,τότε μας έδωσαν νερό και ό,τι άλλο τους ζητήσαμε .

     Στη θέση αυτή καθήσαμε 10-12 ημέρες . Επιλοχία είχαμε κάποιον Κατσικογιάννη από τα Τρίκαλα , ο οποίος τότε πήρε προαγωγή και έγινε Ανθυπασπιστής. Ύστερα από διαταγή του Συντάγματος τοποθετήθηκε στο Επιτελείο του 3ου Τάγματος. Η διαταγή αυτή αφορούσε και εμένα που έπρεπε να τοποθετηθώ στο Επιτελείο. Αλλά εγώ ήθελα να μείνω στην πρώτη γραμμή μαζί με τον κουμπάρο μου, το Λοχία Στέργιο Κωστόπουλο. Η επιθυμία μου αυτή δεν έγινε δεκτή από το Σύνταγμα και έτσι πήγα στο Επιτελείο μαζί με τον Ανθυπασπιστή Κατσικογιάννη. 
       Κάποια μέρα κατέβηκα στην πόλη για ψώνια  και όπως προχωρούσα προς το Διοικητήριο, έχασα το δρόμο και μπήκα μέσα στα Σκεπαστά (τούρκικος μαχαλάς), όπου γινόταν παζάρι και είχαν πάγκους με γλυκά και πιλάφι.  Ένας Τούρκος περπατούσε κοντά μου και με παρακολουθούσε. Όταν αντελήφθη ότι κατάλαβα τις κινήσεις του εξαφανίστηκε αμέσως.  
    Μετά δυο ημέρες ήλθε διαταγή να προχωρήσουμε προς το Αϊδίνι. Πρώτος σταθμός μας ήταν το Αγιοσολούκ ,δηλαδή η παλαιά Έφεσσος, κοντά στη Σμύρνη.  Εκεί ήταν ιταλικός στρατός και διατάχθηκε να το εγκαταλείψει. 
    Σταματήσαμε 2-3 ώρες .Επιτάξαμε 8-10 καμήλες, τις οποίες φορτώσαμε κάσες με πολεμοφόδια και φύγαμε. Η παλαιά Έφεσσος ήταν κωμόπολη και έχει εκκλησία που η μισή είναι μέσα σε βουνό και η άλλη μισή έξω. Ήταν πόλη  ωραία και καθαρή. Μπροστά από τα μαγαζιά περνούσε το τρένο από τη Σμύρνη και πήγαινε στο Αϊδίνι. Το Σύνταγμά μας μετά από την Έφεσο πήγε στο Αζιζέ , μικρό ελληνικό χωριό σε πολύ καλό μέρος. Εκεί πιάσαμε τον τομέα του Αζιζέ, για να μην περνάνε οι Tσέτες (Τούρκοι αντάρτες) προς το Αϊδίνι.
    Τότε άρχισαν οι μάχες του Αϊδινίου, το οποίο και καταλάβαμε. Την άλλη ημέρα οι Tούρκοι με αντεπίθεση επανακατέλαβαν το Αϊδίνι. Αμέσως, έκανε νέα επίθεση ο Ελληνικός Στρατός και έδιωξε τους Τούρκους από το Αϊδίνι.  Στο Αζιζέ μάς ενοχλούσαν οι Τσέτες και ένα ολόκληρο βράδυ δώσαμε μάχη. Είχαμε λίγους ελαφρά τραυματίες και σκοτωμένο ένα δεκανέα, φίλο μου από την  Ελασσόνα.
    Σε λίγες ημέρες ήλθε διαταγή να προχωρήσουμε για το Αϊδίνι. Το δικό μας Σύνταγμα έπιασε τον τομέα του Ομορλού, χωριού που απείχε μιάμιση ώρα από το Αϊδίνι. Στον ποταμό Μαίανδρο στήσαμε τα φυλάκιά μας. Ο Μαίανδρος ήταν μεγάλο ποτάμι με πολύ νερό , όχι όμως σαν τον Σαγγάριο. Εκεί στο Ομορλού καθίσαμε σχεδόν ένα χρόνο. Ενώ βρισκόμασταν στην περιφέρεια του Αϊδινίου, μάθαμε πως ο Βενιζέλος έκαμε εκλογές και τις έχασε. Κυβέρνηση σχημάτισε το Λαϊκό Κόμμα με Πρωθυπουργό τον Γούναρη. Η Αγγλία και η Γαλλία δεν μας έδιναν πλέον  δάνεια και αναγκάστηκε ο Υπουργός Οικονομικών Πρωτοπαπαδάκης να κάμει εσωτερικό δάνειο . Έκοψε το χιλιάρικο στη μέση (σε αξία). Δεύτερη φορά ξανά έκοψε το πεντακοσάρικο στη μέση (υποτίμηση). Γι’αυτό, τον έλεγαν Πρωτοψαλιδάκη.






ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΙΟΥΤΑΧΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΣΚΙ-ΣΕΧΙΡ

    Κάποια ημέρα ήλθε η διαταγή να αρχίσουν ξανά οι επιχειρήσεις. Συμπληρώσαμε τα ελλείμματά μας , μας δώσανε και δύο χειροβομβίδες , μια αμυντική και μια επιθετική. Ανέβηκε στα φυλάκια όλος ο στρατός . Ήλθε ο Πρωτοσύγγελος να μας μεταλάβει και τότε εγώ του είπα: « Πάτερ, μόλις φάγαμε την καραβάνα με το κρέας.,». Απάντησε: « Δεν πειράζει παλικάρια μου. Το πρωϊ πάμε για τις μάχες και πρέπει να είμαστε έτοιμοι απέναντι στο Θεό».
    Ώρα 4 το πρωϊ αρχίσαμε τις επιθέσεις. Έγινε μεγάλη μάχη με πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, χειροβομβίδες και κανόνια. Ενώ προχωρούσαμε μετά δυσκολίας σε μια πλαγιά πίσω από το  Αϊδίνι , ήλθε και η σειρά μου να προχωρήσω. Φτάνω σε μια πλαγιά που βαλλόταν από εχθρικό πολυβόλο. Βλέπω έναν τραυματιοφορέα να φυλάει έναν βαριά τραυματισμένο. Εκείνη τη στιγμή, όπως ο τραυματίας ήταν κάτω , τον έπιασα από το λαιμό , τον γύρισα, για να τον αναγνωρίσω, και τότε είδα ότι ήταν ο Δημήτρης Χαντούμης από τη Γελάνθη.  Είδα  να βγάζει μαύρο αίμα από το στόμα και από τη μύτη του . Ηταν νεκρός.!
    Στη συνέχεια προχωρώντας φτάνουμε σε έναν κάμπο , όχι μεγάλο. Από κει αρχίζουν τα οχυρωμένα βουνά. Ήταν απόγευμα και το νερό είχε τελειώσει. Εκεί βρήκαμε μεγάλη αντίσταση και δύο φορές το πήραμε το μέρος και άλλες δύο το χάσαμε. Πολεμούσαμε  από το απόγευμα ως την επόμενη  μέρα. Αυτό ήταν το Ύψωμα 997. Όταν το καταλάβαμε , βρήκαμε όπλα Αγγλικά και Γαλλικά . Ο Ταγματάρχης Ευάγγελος Παπαγεωργίου γύρισε ανήσυχος όλη τη γραμμή του Μετώπου. Ήταν όμως πολύ ψύχραιμος και μας έδινε θάρρος.
    Μετά από αυτή τη μάχη πιο κάτω προς την κατεύθυνση της Κιουτάχειας ήταν ένα χωριό, που είχε σηκώσει λευκές σημαίες, δηλώνοντας με αυτό ότι παραδίδεται. Καθώς βαδίζαμε στο δρόμο προς αυτό το χωριό, είχαν τοποθετήσει οι χωρικοί καζάνια, τενεκέδες και στάμνες με νερό. Το βράδυ μείναμε έξω από το χωριό, γιατί δεν μας επέτρεψε η Διοίκησή μας  να μείνουμε μέσα. 
    Την επόμενη ημέρα περάσαμε αριστερά της Κιουτάχειας και βαδίζαμε προς το Εσκί Σεχίρ . Τα βουνά είχαν οχυρωθεί με χαρακώματα από τους Τούρκους. Είδα τον Ηλία Μυλωνή , Λοχία , τραυματισμένο ελαφρά στο κεφάλι.. Εκείνη τη στιγμή μας διατάξανε να πάμε από αριστερά , σε μια μεγάλη χαράδρα, για να ενισχύσουμε αυτούς που πολεμούσαν. Μόλις κατεβήκαμε τη χαράδρα, άρχισε να βάζει το Βαρύ τούρκικο Πυροβολικό με τέσσερα κανόνια  Σκόντα. Οι οβίδες περνούσαν συνέχεια πάνω από τα κεφάλια μας. Είδα να περνάει ένα φορτωμένο άλογο, που το συνόδευε ένας μεταγωγικός. Το άλογο κουβαλούσε δύο κάσες φυσίγγια . Μόλις απομακρύνθηκε από μένα γύρω στα 8 με 10 μέτρα, έσκασε κοντά μια οβίδα και το γύρισε ανάποδα . 




                   Άποψη της πόλης του Εσκί-Σεχίρ

    Όταν κατακάθισε η σκόνη, είδαμε να σηκώνεται το άλογο μαζί με το στρατιώτη. Δεν είχαν πάθει τίποτα, γιατί η οβίδα βούλιαξε στην άμμο και δεν έσκασε. Στη συνέχεια, καταδιώξαμε τους Τούρκους και προχωρήσαμε προς το Εσκί-Σεχίρ. 
    Όταν φθάσαμε εγώ μαζί με ένα γνωστό μου Δεκανέα ,τον Λεντζάκη Νικόλαο από την Ελασσόνα, πήγαμε στο χαμάμι και πλυθήκαμε. Την επόμενη ημέρα μάς είπαν πως θα έλθει ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος μαζί με το Υπουργικό Συμβούλιο. Έφτασαν το μεσημέρι και πήγαν σε ένα κτίριο της πόλης. Εμείς περιμέναμε να μας μιλήσει ο Βασιλιάς, να μάθουμε από αυτόν κανένα καλό χαμπέρι σχετικά με την απόλυσή μας. Υπήρχαν άλλοι που ήταν 8-9 χρόνια στρατιώτες . 
    Αρχίσαμε να φωνάζουμε «έξω, έξω», για να μας μιλήσει. Τότε βγήκε ο Στρατηγός Ξενοφών και μας είπε επί λέξει: « Ο Βασιλιάς είναι κουρασμένος και θα σας δει αύριο». Εμείς συνεχίζαμε να φωνάζουμε και τότε βγήκε ο Πρίγκιπας Γεώργιος και μας είπε τα ίδια με το στρατηγό. Συνεχίζαμε να φωνάζουμε και κάποια φορά βγήκε ο ίδιος ο Βασιλιάς  και  μας  είπε:
 « Παιδιά , μην ανησυχείτε και όλοι θα πάτε στα σπίτια σας». 
    Την επόμενη ημέρα ο Βασιλιάς έκαμε επιθεώρηση στο Στράτευμα. Μαζεύτηκε ο στρατός έξω από το Εσκί-Σεχίρ στον κάμπο. Κάναμε ένα τεράστιο αλώνι,  στρατός και μεταγωγικά. Ήταν μεγάλη ζέστη και καθίσαμε ώρες, περιμένοντας να περάσει ο Βασιλιάς . Ήμασταν πολύ κουρασμένοι από τις μεγάλες πορείες και από τη μάχη του Εσκί Σεχίρ της προηγούμενης ημέρας . Μετά την επιθεώρηση κατά το βράδυ συνήλθε το Πολεμικό Συμβούλιο με τον Βασιλιά ,τον Πρωθυπουργό Γούναρη , Υπουργούς και Στρατηγούς. 

                ΠΟΡΕΙΑ  ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ

    Την άλλη ημέρα το πρωΐ πήραμε εντολή να βαδίσουμε προς την Άγκυρα . Μας συμπλήρωσαν τις ελλείψεις σε εφόδια . Δεν καθίσαμε ούτε τρεις ημέρες στο Εσκί-Σεχίρ . Ξεκινήσαμε αμέσως και βαδίζαμε στον ανήφορο δεξιά της χαράδρας  Ακ Μπουνάρ . Ήταν μια μεγάλη χαράδρα, που έφθανε ως την περιοχή που ήταν γνωστή από την Αρχαιότητα για το  Γόρδιο Δεσμό, που τον «έλυσε» με το ξίφος ο Μέγας Αλέξανδρος.
    Μόλις φτάσαμε στην κορυφή, μας βάζουν οι Τούρκοι με ένα μικρό κανονάκι . Ευτυχώς, δεν είχαμε απώλειες. Το 2ο  Τάγμα είχε περάσει πριν από το δικό μας. Εμείς, το 3ο  Τάγμα, συνοδεύαμε την έδρα του Συντάγματος και όλες οι οβίδες έπεφταν σε μας.
    Το 2ο  Τάγμα, που είχε προχωρήσει, έκλεισε τη χαράδρα. Από τα αριστερά της χαράδρας οι φαντάροι μάχονταν με «εφ’ όπλου λόγχη»  και αναγκάστηκε το 3ο Τάγμα των Τούρκων να παραδοθεί σε μας. Ήταν γύρω στους 1060 Τούρκους. Τους στείλαμε με συνοδεία ως αιχμαλώτους. Αφού τελείωσε η μάχη, συνεχίσαμε να βαδίζουμε μέρα και νύχτα . Δεν βρίσκαμε αντίσταση πουθενά και απορούσαμε. Περάσαμε τον Σαγγάριο και βαδίσαμε προς τα βουνά και προς το Γιάπζκ-Χαμάμ και Καλυκρότ, τα τελευταία οχυρά των Τούρκων. Αφού ανεβήκαμε επάνω στο βουνό, διακρίναμε κάτι ντουβάρια από πέτρες. Ήταν τα χαρακώματα που  είχαν ενισχύσει με ξεροντούβαρα.  
    Δεν αντιληφθήκαμε κινήσεις πουθενά.  Κατε- βήκαμε κάτω και προχωρήσαμε–εις ακροβολισμόν- γύρω από το βουνό. Ήταν η ώρα σχεδόν 2 μ.μ. Μας άφησαν να πλησιάσουμε μέχρι 50 μέτρα και τότε άρχισε η μάχη. Ήταν αδύνατον να τους βγάλουμε. Τότε άρχισε μια βροχή και ένας δυνατός αέρας, που φυσούσε προς τα χαρακώματα και βοηθούσε εμάς . Η μάχη συνεχίστηκε όλη τη νύχτα και τα ξημερώματα οι Τούρκοι άρχισαν να υποχωρούν. Εμένα με διέταξε ο Διμοιρίτης μου να μείνω εκεί που ήμουν με το τηλέφωνο και είπε πως θα μου τηλεφωνούσε, για να μου πει  πού θα πήγαινα.
    Εν τω μεταξύ, μου λέει ο Λοχαγός να πάω εκεί που ήταν Τούρκοι σκοτωμένοι και να πάρω από ένα σκοτωμένο Τούρκο αξιωματικό την καινούργια του  εξάρτυση. Πηγαίνω και τι να ιδώ! Σε 120 τετραγωνικά μέτρα είδα περί τους 80 Τούρκους σκοτωμένους.  Έψαξα με πολύ προσοχή ,σκυφτός για να μη δίνω στόχο. Βρήκα το Αξιωματικό .Τον πλησίασα και τον πρόσεξα μη τυχόν και αισθάνεται.  Του έβγαλα την εξάρτυση και την έδωσα στο λοχαγό μου.
    Τα βουνά όπου βρισκόμασταν ήταν σπανά. Δεν υπήρχαν δέντρα. Στη θέση όπου βρισκόμασταν, ήμασταν  εκτεθειμένοι. Δεξιά μας πιο κάτω στη χαράδρα ήταν 4 κανόνια δικά μας, τα οποία είχαν καλό στόχο. 
    Εκείνη την ώρα έρχεται ένα αεροπλάνο εχθρικό, για να δείξει στο τουρκικό Πυροβολικό πού ακριβώς ήταν τα δικά μας πυροβόλα.  Αρχίζει το εχθρικό αεροπλάνο να βάλει ριπές πολυβόλου. Οι ριπές αυτές έπεφταν επάνω μας γιατί ήμασταν κοντά στην Πυροβολαρχία. Φορέσαμε τις κάσκες και καθόμασταν ανακούρκουδα, για να μη δίνουμε στόχο. Πιο δεξιά μας ήταν το 5ο Σύνταγμα Ευζώνων της Λαμίας με Διοικητή το  Συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα. Ήταν καταυλισμένο  στα αντίσκηνα  εκεί σε ένα μικρό κάμπο. 
    Εμάς στην κορυφή του βουνού μας είχαν αποκλεισμένους οι Τούρκοι. Φθάνει ο Μέραρχος στη θέση τη δική μας και ειδοποιεί τον Πλαστήρα με τον ηλιογράφο ότι κινδυνεύουμε.  Αμέσως, το Σύνταγμα Πλαστήρα μέσα σε πέντε λεπτά ακροβολίστηκε και διατάσσει δύο ιππείς να προχωρήσουν, για να διαπιστώσουν πού βρίσκεται ο εχθρός. Μόλις τους πυροβόλησαν οι Τούρκοι τους ιππείς  και διαπιστώσαμε τις  θέσεις του εχθρού, διατάσσει ο Πλαστήρας επίθεση με «εφ’ όπλου λόγχη». Οι σάλπιγγες άρχισαν να ηχούν ¨προχωρείτε –προχωρείτε¨ και οι τσολιάδες να φωνάζουν ¨αέρα- αέρα¨ και να γυαλίζουν οι λόγχες .
    Τους πήραμε στα πόδια και προχωρήσαμε βαθιά προς το Καλικρότ.  Έτσι, μας απελευθέρωσε ο Πλαστήρας . Αυτή τη μάχη την απολαύσαμε από το βουνό. Από κει βλέπαμε και την Άγκυρα, που ήταν περί τις  7 ώρες μακριά μας.  Όταν αποσύρθηκε ο εχθρός  με διέταξε ο Διοικητής να πάω δίπλα σε ένα λόφο, όπου ήταν ένα πολυβόλο δικό μας σαν παρατηρητήριο. Από εκεί έβλεπα καθαρά τις θέσεις του εχθρού. 
    Ο λόφος αυτός δεν είχε τίποτε άλλο εκτός από χόρτα. Δεν υπήρχε κάλυψη από πουθενά παρά μόνο στο χαράκωμα του πολυβόλου, που ήταν πολύ μικρό.
Ήμασταν 5 οπλίτες , 3 πολυβολητές   εγώ με το τηλέφωνο και ένας τραυματιοφορέας , όλοι με διπλωμένα τα πόδια, για να χωράμε στο χαράκωμα. Μας έπιασε ψιλή βροχή,  που δε διήρκεσε πολύ.  Θέλησα να κατέβω λίγο πιο πίσω να πάρω την κουβέρτα μου, γιατί είχα κρυώσει. Σηκώθηκα, βγήκα από το χαράκωμα και έφτασα στο μέσον του λόφου σκυφτός . Μου βάζουν μια ριπή πολυβόλου και πέφτω κάτω. Ευτυχώς, η ριπή πέρασε μια σπιθαμή μακριά από το κεφάλι μου . Καθώς ήμουν μπρούμυτα,  σκέφτηκα «Τι κάθομαι εδώ».! Τα πολυβόλα του εχθρού ξύριζαν τα χόρτα και κινδύνευα.  Άρχισα να κορδοκυλάω προς τα πίσω. Αφού σταμάτησα και συνήλθα άρχισα να σέρνομαι με την κοιλιά σαν φίδι, για να γυρίσω στη θέση μου στο χαράκωμα. 
    Την επόμενη μέρα είχα πυρετό και με κάλεσε το Σύνταγμα στο τηλέφωνο και μου είπε ότι με ήθελε το Πυροβολικό.  Με σύνδεσε με το Πυροβολικό, γιατί δεν έβλεπαν  τις κινήσεις του εχθρού. Μου είπαν: «Εμείς τώρα θα βάλουμε μια δοκιμαστική βολή και θα μας απαντήσεις δεξιά –αριστερά». Μετά την οβίδα τους απάντησα : « 200 μέτρα δεξιά». Η οβίδα έπεσε πάνω στους Τούρκους και τους διέλυσε . Πήγαν στην άλλη πλευρά και το Πυροβολικό μας μου είπε: «Τώρα τους βλέπουμε εμείς». Και άρχισαν να τους  χτυπούν.

                        Η  ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΗΣΗ

    Την επόμενη ημέρα το βράδυ μόλις άρχισε να νυχτώνει, ήλθε διαταγή  να οπισθοχωρήσουμε προς το Εσκί-Σεχίρ. Να περάσουμε πάλι από κει που ήλθαμε και ο εχθρός να μας ακολουθεί. Όμως, πάντοτε είχαμε τον Πλαστήρα οπισθοφυλακή και μας γλίτωνε από πολλούς  κινδύνους αυτός ο αείμνηστος Πλαστήρας . Έτσι, φτάσαμε στο Εσκί-Σεχίρ αλλά δεν μείναμε πολύ εκεί, γιατί έπρεπε να πιάσουμε τα βουνά απέναντι από το Αφιόν -Καραχισάρ. Στο Αγιατζίν (Αγία Ειρήνη)  ήταν μια εκκλησία στο βουνό και εκεί στήσαμε τα φυλάκια . 
    Την άλλη μέρα έφθασε το Σύνταγμα του Πλαστήρα , το 5/42 των Ευζώνων . Γνώριζα πως στο Σύνταγμα αυτό υπηρετούσε ο εξάδελφός μου Χρίστος Αθανασίου. Έπιασα μια γωνιά και περίμενα. Μόλις τον είδα, τον άρπαξα από το λαιμό.  Φιληθήκαμε και μιλήσαμε για όσα είχαμε τραβήξει. Το Σύνταγμα του Πλαστήρα έστησε φυλάκιο πιο δεξιά από μας. 
    Εμείς συνταγματάρχη είχαμε τον Σαχίνη από το Βόλο. Ο εχθρός μάς επιτέθηκε και ήμασταν σε μειονεκτική θέση. Δεν μπορούσαμε να κάμουμε επίθεση, γιατί μας έβαζαν από τρεις μεριές. Ο Σαχίνης ήξερε καλά την κατάσταση και παρόλο που ο Μέραρχος  τον διέταξε από το τηλέφωνο  να κάμει

              Καταυλισμός Πυροβολαρχίας  35ου Συντάγματος,.
                               Αφιόν –Καραχισάρ,  3 Ιουλίου 1921

επίθεση, αυτός αρνήθηκε. Του είπε « δεν θα σκοτώσω τα παιδιά , μόνο θα κρατήσω άμυνα μια –δυο ημέρες μέχρι να φτάσει η 13η Μεραρχία οπότε ο εχθρός δεν είναι δυνατόν να παραμείνει εκεί» .
 Ο Μέραρχος Φράγκου επέμενε να γίνει η επίθεση. Τότε ο Σαχίνης του λέει : « Εγώ παραιτούμαι», και κλείνει το τηλέφωνο. Καβαλικεύει το άλογό του και φεύγει. Ο Φράγκου τότε καλεί τον Συνταγματάρχη Κωτούλα του 4ου Συντάγματος Πεζικού και του ζητάει να αναλάβει αυτός το Ευζωνικό και να κάμει επίθεση. Ο Κωτούλας ήρθε, επιθεώρησε τα φυλάκια και μας είπε :  « Παιδιά, θα κάμουμε την επίθεση, για να απαλλαγούμε  από τον κίνδυνο». Οι Δικοί μας αρνήθηκαν να εκτελέσουν την απόφαση αυτοί και έτσι παραιτήθηκε και ο Κωτούλας. 
    Την άλλη ημέρα τη Διοίκηση του Συντάγματος Ευζώνων ανέλαβε ο Αντισυνταγματάρχης Σωμήλας ο οποίος μας είπε: « Παιδιά, ανέλαβα τη διοίκηση του Συντάγματος, για να σας ξεκουράσω και να  πλυθείτε» . Είχαμε δύο μήνες άπλυτοι και μας είχε φάει η λέρα και η ψείρα . Τα εσώρουχά μας είχαν γίνει σαν πρόβεια δέρματα. Εκεί κοντά υπήρχε ένα ποταμάκι με αρκετό νερό και αρχίσαμε να πλυνόμαστε, οπότε το νερό  καλύφτηκε από τη λέρα και την ψείρα. 
    Μετά από τρεις ημέρες ήρθε διαταγή να πιάσουμε τον τομέα πέρα από το Αφιόν - Καραχισάρ. Εκεί καθήσαμε περίπου τρεις μήνες . Μετά προχωρήσαμε προς τα βουνά Ακάρ-Νταγ  (Χιονισμένα βουνά), όπου παραμείναμε όλη την Άνοιξη και μέχρι τον Αύγουστο του 1922. Θυμάμαι , ήταν 12 Αυγούστου 1922 και ζητήσαμε 24ωρη άδεια, εγώ και ένας Δεκανέας από το Βόλο, ο Ιω.Σακκούλης , για να πάμε στο Αφιόν-Καραχισάρ να ψωνίσουμε κάποια πράγματα για μας και τους άλλους στρατιώτες που γιόρταζαν στις 15 Αυγούστου.
     Πήραμε την άδεια , κατεβήκαμε στο σταθμό του τρένου και με το τρένο φθάσαμε στο Αφιόν- Καραχισάρ. . Εκεί βρήκα έναν συγχωριανό μου , τον Χρήστο Σδράκα , ο οποίος υπηρετούσε στο 1ο Σώμα, που είχε έδρα μέσα στην πόλη του Αφιόν Καραχισάρ.  Κοιμηθήκαμε εκεί και ξημέρωσε η 13η  Αυγούστου. Είχε αρχίσει όμως η επίθεση του Κεμάλ  και όταν ξύπνησα, άκουσα τους κανονιοβολισμούς . Ήλθε ο Χρίστος ο Σδράκας  και μαζί με το Δεκανέα βγήκαμε έξω και πήγαμε να πάρουμε το τρένο.
     Εκεί έξω από την πόλη, όπου ήταν και ή έδρα του Σώματος, αντιλήφθηκα ότι η κατάσταση ήταν σοβαρή. Λέω στο Δεκανέα να πάμε μέσα στην πόλη , να ψωνίσουμε ό,τι θέλουμε και να φύγουμε γρήγορα. ΟΔεκανέας μού είπε πως δεν ήταν τόσο σοβαρή η κατάσταση. « Τι λες, βρε παιδί μου», του απαντώ: 
«Δε βλέπεις ότι έρχονται τραυματίες και τους στέλνουν στο τρένο»;.  
    Εκεί που πηγαίναμε μέσα στην πόλη να ψωνίσουμε , μας φτάνει ένας Υπολοχαγός και αφού είδε ότι  ήμασταν Εύζωνοι  χωρίς όπλα, κατάλαβε ότι είμαστε αδειούχοι. .Μας είπε τότε να πάμε στο Σύνταγμά μας αμέσως. Εμείς αφού ψωνίσαμε, πήγαμε γρήγορα στο τρένο. Εκεί οι Τούρκοι άρχισαν να μας βάζουν με το Βαρύ Πυροβολικό τύπου Σκόντα, με σκοπό να καταστρέψουν το Σταθμό. Ευτυχώς, δεν πέτυχαν αυτό το σκοπό . Κάποιος γνωστός μου , που τον συνάντησα εκεί, μου είπε ότι σκοτώθηκε ο αγαπημένος μου Λοχίας από τη Μαγουλίτσα , ο Γιάννης Παπαγιάννης,  που ήταν απόφοιτος της Ιερατικής σχολής της  Άρτας. Ήμασταν πολύ φίλοι από παιδιά. Δεν είχα όμως καιρό να πάω να τον ιδώ, γιατί σε λίγο ξεκίνησε το τρένο .
     Όταν φθάσαμε στα μισά του δρόμου, συναντήσαμε μια μεγάλη γέφυρα, που τη φύλαγε ένας Λοχίας με έξι στρατιώτες. Βγήκε ο Λοχίας στη μέση της γραμμής με τα χέρια υψωμένα, για να σταματήσει το τρένο, για να τους πάρει και αυτούς, γιατί κινδύνευαν από μια ομάδα έφιππων Τσετών. Εμείς μέσα από το τρένο καταλάβαμε τι συμβαίνει, γιατί είδαμε του Τσέτες να πλησιάζουν τη γέφυρα. Το τρένο όμως δε σταμάτησε και κατεβήκαμε στο σταθμό που θέλαμε, για να πάμε στο Τάγμα μας . Θέλαμε 2 ½ ώρες, για να φτάσουμε και μας πήρε η νύχτα. Μόλις φτάσαμε εκεί τα άλλα παιδιά απόρησαν πώς ήλθαμε τόσο γρήγορα.. Τότε εγώ τους είπα ποια ήταν η κατάσταση.
    Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο . Καλούσε το Σύνταγμα και με ρώτησαν ποιος είμαι. Εγώ τους είπα ότι λέγομαι Πάνου Παναγιώτης. Μου λένε: « Γράφε Πάνου,  Σώμα στρατού καταλαμβάνει νέες θέσεις. Το παρόν να κοινοποιηθεί στους Λόχους και να καταστραφεί δια πυρός».  Δίπλα μου ήταν ο Ταγματάρχης, που μου είπε να του το διαβάσω και μετά να το κοινοποιήσω στους Λόχους. Έτσι και έγινε.
    Τη επόμενη ημέρα , 14 Αυγούστου 1922, μας έφθασε ο εχθρός. Το βουνό είχε μεγάλο ύψος και γι’αυτό το έλεγαν Ακάρ-Ντάγ (Χιονισμένο βουνό). Πιο πέρα προς το εχθρικό έδαφος είχαμε μια Διμοιρία ως προκεχωρημένο φυλάκιο, που το τηλέφωνό της είχε πάθει βλάβη. Πήγα εγώ με έναν άλλο τηλεφωνητή, τον Ιωάννη Καζή από την Καϊτσα, να μαζέψουμε την τηλεφωνική γραμμή.                             
      Εκεί   ήταν ένα δάσος από πεύκα  τόσο πολύ δασύ, που δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Τελειώσαμε τη δουλειά μας και φύγαμε . Σε αυτό το δάσος μαζευόταν επί τρεις ημέρες ο εχθρός. Όταν έπαιρνα τηλέφωνο να ρωτήσω αν έβλεπαν κινήσεις του εχθρού, μού απαντούσαν πως άλλοτε έβλεπαν και άλλοτε όχι λόγω του πυκνού δάσους. Εμείς ξέραμε ότι ο εχθρός ήταν εκεί, γιατί είχαμε κάμει αναγνώριση.
     Στις 14 Αυγούστου με πήρε τηλέφωνο το Σύνταγμα γύρω στις 10 το πρωϊ και μου είπε να μαζέψουμε τα πράγματά μας και να φύγουμε προς το Μπανάζ. Δεν προλάβαμε να περάσουμε τον κατήφορο προς τη σιδηροδρομική γραμμή και μας βάλανε με τα πολυβόλα. Οι σφαίρες περνούσαν πάνω από τα κεφάλια μας. Όταν έφθασα κάτω στη σιδηροδρομική γραμμή, είδα ότι ο στρατός υποχωρούσε, και γενικά υπήρχε ένας πανικός. Εκεί πέταξα το γυλιό μου και κράτησα μόνο τις κουβέρτες, το σακίδιο , τα παγούρια και το όπλο μου με τα φυσίγγια..
     Φθάσαμε στο Μπανάζ το σούρουπο. Εκεί μαζεύτηκε πολύς στρατός , μεταγωγικά, αραμπάδες και άλλα. Δεν γνώριζε ο σκύλος τον αφέντη του. Την άλλη ημέρα είδα το Λοχαγό μου. Εκεί έγινε μια σύσκεψη από τους Αξιωματικούς.  Σε λίγο έφτασε και ο Πλαστήρας και πήραν την απόφαση να προχωρήσει το δικό μας Σύνταγμα , το 138 των Ευζώνων , αλλά να μην πάμε από το δρόμο, γιατί υπήρχε κίνδυνος να ξεσηκωθούν οι χωρικοί. Έπρεπε να βαδίσουμε δεξιά, επάνω  από τα βουνά.
    Μόλις φτάσαμε σε ένα ύψωμα, μας σταματάνε οι Αξιωματικοί και μας λένε να καθίσουμε, για να σκεφτούν και να πάρουν απόφαση. Ζήτησαν να μην υπάρχουν φωνές και τσιγάρα . Συζητούσαν δίπλα μου και τους άκουγα να λένε ότι για να αποφύγουμε τον κίνδυνο, πρέπει να πηγαίνουμε δεξιότερα . Όλη τη νύχτα ήμασταν στα βουνά  και το πρωΐ πιάσαμε τον κάμπο και βαδίζαμε προς το Σαλεχλί που όμως βρίσκονταν πολύ μακριά από εκεί. Έβλεπα στρατό σε φάλαγγες και μεταγωγικά. Ο δρόμος ήταν άσωτος. Έξω από το Σαλεχλί είδα μια ιτιά και κάθισα μαζί με άλλους να ξεκουραστώ. Πέρασε ένας της Διμοιρίας μου και επέμενε να σηκωθώ, αλλά εγώ αρνήθηκα. Σε λίγο φθάνει ο Διμοιρίτης μου, Αξιωματικός Νάτσης Γεώργιος από τη Σκλάτενα. Άκουσε τη φασαρία και ρώτησε το στρατιώτη να μάθει ποιος είναι αυτός που δε σηκώνεται.  « Είναι ο Παναγιώτης Πάνου» του απάντησε ο στρατιώτης. Πλησιάζει τότε ο Αξιωματικός και μου λέει: « Σήκω, Πάνου, και έλα μαζί μου». Του απαντώ: « Άφησέ με, Γεώργιε, δεν μπορώ να βαδίσω». « Τι έχεις και δεν μπορείς ;» με ρωτάει . « Κούραση , νερό , ψωμί» ,του απαντώ.
Τότε μου είπε ο διμοιρίτης μου: « Εμείς θα πάμε στο χωριό. Τι λόγο θα δώσουμε; Ότι σε είδαμε  και σε αφήσαμε εδώ;». Τότε σηκώθηκα και τον ακολούθησα. 
    Πλησιάσαμε στο Σαλεχλί και δεξιά όπως βαδίζαμε,  είδαμε ένα αγρόκτημα με πρασινάδα . Τότε είπα στο Διμοιρίτη μου ότι θα πάω μέχρι εκεί μήπως και βρω νερό. Πήγα , αλλά την ώρα που γύριζα μας πλησίασε ο Μπεχλιβάνης με την έφιππη πυροβολαρχία και άρχισε να μας χτυπάει με τα κανόνια. Τότε άρχισαν να σκορπάνε οι φάλαγγες , τα μεταγωγικά μας και οι αραμπάδες με τους πρόσφυγες που μας ακολουθούσαν. 
     Το τρένο το είχαν καταλάβει φυγάδες φαντάροι . Έφτασε όμως εκεί ό αξέχαστος Ήρωας Νικόλαος Πλαστήρας., ο οποίος με το πιστόλι στο χέρι σχημάτισε αμυντική γραμμή, για να σταματήσει τον Μπεχλιβάνη και να περάσει ο στρατός μας. Πέτυχε την καταδίωξη του Μπεχλιβάνη.  Κατέβασε τους φυγάδες από το τρένο και έβαλε μέσα τους πολίτες και τα γυναικόπαιδα.
    Εγώ τον έχασα το Διμοιρίτη μου, γιατί έμεινα πίσω εξαιτίας της επίθεσης του Μπεχλιβάνη. Μόλις βγήκα έξω από το Σαλεχλί, βλέπω έναν Ανθυπασπιστή με ένα άλογο χωρίς σέλα, να πλησιάζει. Εγώ τον γνώρισα , γιατί μαζί είχαμε καταταγεί στη Λάρισα ως κληρωτοί. Είχαμε αδερφικές σχέσεις και ήταν αδερφός του Διμοιρίτη μου. « Βρε Τσολιά , τίνος συντάγματος είσαι;» μου φώναξε .Του απάντησα ότι είμαι του 1/38 Ευζώνων. «Δε με γνωρίζεις ;» του λέω. «¨Όχι» μου λέει. Τότε του φώναξα : « Να κατέβεις από το άλογο να με γνωρίσεις».  Κατέβηκε , αλλά δε με γνώρισε. Τότε του είπα: «Είμαι ο Πάνου, κύριε Νάτση». Αγκαλιαστήκαμε και  κλαίγαμε από τη συγκίνηση. Με ρώτησε να  του πω πού είναι τα άλλα παιδιά.: «Εκεί θα πάμε  να σε παρουσιάσω στον αδελφό σου» , του είπα. Έτσι και έγινε. 

                     ΠΙΣΩ ΣΤΗ  ΣΜΥΡΝΗ 

      Πορευτήκαμε προς τη Σμύρνη. Μέσα στη Σμύρνη σταματήσαμε για λίγα λεπτά, για να πάρουμε οδηγίες. Καθίσαμε στο δρόμο και μόλις μας πήρε ο ύπνος από όλη αυτή την ταλαιπωρία, δεν προλάβαμε να ξεκουραστούμε λιγάκι , ούτε ένα τέταρτο της ώρας,  και  μας είπαν να προχωρήσουμε  προς το Τσεσμέ, που απείχε 25 και πλέον χιλιόμετρα.
Προχωρούσαμε όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα φτάσαμε στα Αλάτσια και βαδίζαμε προς το Τσεσμέ, για να βγούμε στη Χίο με μαούνες. Ο Τσεσμές και η Χίος είναι πολύ κοντά. 
    Προτού φθάσουμε στα Αλάτσια , καθώς βάδιζα, είδα αριστερά μου ένα αμπέλι. Σκέφτηκα  να μπω μέσα μήπως και βρω κανένα τσαμπί σταφύλι, για να δροσίσω το στόμα μου. Αφού προχώρησα μέχρι τα μισά του αμπελιού, είδα με έκπληξη ένα αλώνι καθαρό, όπου λιάζαν σταφίδα σουλτανίνα. Εκεί ήταν 4-5 σωροί σταφίδας και μάζεψα αρκετή , γέμισα το σακίδιό μου και τις τσέπες μου.  Έδωσα και στα παιδιά που έβρισκα στο δρόμο μου. Είπα επίσης σε πολλούς  στρατιώτες να πάνε να πάρουν και αυτοί σταφίδα , γιατί ήταν νηστικοί από ψωμί.


        Η καταστροφή της Σμύρνης – Η Σμύρνη στις φλόγες.

    Φθάσαμε στο Τσεσμέ  και με τις μαούνες φύγαμε για τη Χίο. Εκεί συνάντησα το χωριανό μου και φίλο μου  Δημήτρη Ματζιάρα. Αυτός με είδε με τα χαλασμένα άρβυλα,  που τα είχα από την εκστρατεία στην Άγκυρα . « Τι άρβυλα είναι αυτά, που φοράς;», μου είπε. « Θα σου φέρω εγώ παπούτσια αναπαυτικά να φορέσεις.» . Ο Ματζιάρας  ήταν στη Μεραρχία  Αρχιπελάγους και υπηρετούσε στον εφοδιασμό. Όταν μου έφερε τα παπούτσια , τον ευχαρίστησα . Τα πόδια μου αλάφρωσαν .
    Εκεί στη Χίο σχηματίστηκε η Ηγεσία της επανάστασης με τον Πλαστήρα , τον Κονδύλη και τον Πάγκαλο. Μάθαμε πως άλλοι Συνταγματάρχες είχαν κάποια διαφωνία και ήθελαν να αποφύγουν τον Πλαστήρα. Είπαν στον Πλοίαρχο να φύγει με τον Πλαστήρα  για την Μυτιλήνη. Ο Πλαστήρας όμως μυρίστηκε την παγίδα και με το πιστόλι στο χέρι ανάγκασε τον Πλοίαρχο να παραμείνει στη Χίο. Έτσι, Αρχηγός της στρατιωτικής επανάστασης έγινε ο άξιος καβαλάρης Νικόλαος Πλαστήρας.

                  ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 

    Δόθηκε διαταγή να γίνει αποστράτευση και να μείνουν μόνο τα στελέχη του Στρατού. Εγώ με ένα συγχωριανό μου , τον Ανδρέα  Πουρνάρα βγήκαμε στο Βόλο. Εκεί εργαζόταν ο αδελφός μου, Τηλέμαχος Πάνου σε ένα γραφείο ενός Γερμανού, του Παύλου Φίσερ. Πήγα εκεί και ζήτησα τον αδελφό μου. Μου είπαν ότι τον είχαν στείλει σε κάποια δουλειά και δεν θα αργούσε να γυρίσει. Μου πρότειναν να καθίσω και να τον περιμένω. Μόλις με είδε ο Φίσερ, μου είπε: « Τι κακό είναι αυτό που πάθατε, βρε παιδιά;».  Του απάντησα « Τι να είναι κύριε Φίσερ, τη στιγμή που οι Άγγλοι και οι Γάλλοι εξοπλίζουν τους Τούρκους με άφθονο οπλισμό και εμείς δεν έχουμε από πουθενά βοήθεια;». «Δεν είναι δυνατόν!» , απάντησε ο Φίσερ. Τότε του είπα: «Ναι, κύριε Φίσερ ,το ύψωμα 997 μέτρων προς την Κιουτάχεια είχαμε δύο ημέρες να το πάρουμε και όταν το πήραμε, βρήκαμε όπλα Γαλλικά και Αγγλικά. Δεν ξέρω εγώ που πολεμούσα εκεί;».
    Ήλθε ο αδελφός μου και μαζί μείναμε το βράδυ σε ξενοδοχείο της πόλης του Βόλου. Το πρωϊ ξεκινήσαμε με το τρένο για την Καρδίτσα και για το χωριό μου, το Μαυρομάτι. Φτάσαμε στο Δεμερλί. Εκεί βρήκα τον εξάδελφό μου  Χρίστο Αθανασίου. Αυτός ερχόταν από την Αθήνα. Είχε υπηρετήσει με τον Πλαστήρα στο 5/42 Σύνταγμα Λαμίας.  Συνεχίσαμε το ταξίδι και κατεβήκαμε στο σταθμό που ήταν  στα Καλύβια Λαζαρίνας. Όταν πλησιάσαμε στο Μαυρομάτι, μας περίμεναν έξω από το χωριό οι χωριανοί μας, για να μάθει ο καθένας νέα για τους δικούς του.
    Μόλις άρχισε να σουρουπώνει, φάνηκε και η μάνα μου. Γνώρισε τον Χρίστο Αθανασίου και τον ρώτησε με ανησυχία : «Πού είναι ο Παναγιώτης;» Αυτός απάντησε: «Νάτος, δεν τον βλέπεις;». Δεν περιγράφεται η χαρά της μάνας,  που αγκαλιάζει το γιο της μετά από τον πόλεμο.
    Στο χωριό ξεκουραστήκαμε ,πλυθήκαμε και καθαριστήκαμε  από την ψείρα. Φάγαμε καλά και και δυναμώσαμε . Μετά από τρεις μήνες πήγα ξανά στο Βόλο, για να βρω κάποια δουλειά . Πήγα να δω τον αδελφό μου στο γραφείο του Φίσερ. Έξω από το γραφείο ήταν ο γιος του Φίσερ . Μου είπε: « Εκείνος ο άλλος ο αδελφός σας που ήρθε από τη Μικρά Ασία, τι γίνεται; Είναι καλά;» . Του απάντησα τότε: « Ναι, κύριε Φίσερ, εγώ ο ίδιος είμαι.». «Πολύ άλλαξες» μου είπε .Του απάντησε : « Βεβαίως, στο σπίτι μου βρήκα ξεκούραση, καθαριότητα και το φαγητό μου».



Ο ΗΡΩΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ

    Θυμάμαι τώρα ότι ο Πλαστήρας μας έσωσε και στο Μπανάδ και στο Σαλεχλί, όπου μας είχε επιτεθεί ο Μπεχλιβάνης. Έβγαλε τότε το πιστόλι του, μάζεψε τους στρατιώτες και κατεδίωξε τον Μπεχλιβάνη. Μετά κατέβασε τους φυγάδες από το τρένο και έβαλε τα γυναικόπαιδα . Οι φυγάδες δεν κατέβαιναν και διέταξε τον Υπασπιστή του να στείλει ένα πολυβόλο να ρίξει μια ριπή στον αέρα.
    Μας είδε ο Μέραρχος Φράγγου σε αυτή  την κατάσταση και συμβούλευσε τον Πλαστήρα να μην επιχειρήσει με το ζόρι να κατεβάσει τους φυγάδες από το τρένο. Ο Πλαστήρας όμως δεν υπολόγισε τον Μέραρχο και διέταξε τον υπασπιστή του να βάλει δυο ριπές στο αέρα. Έτσι τους ανάγκασε όλους να κατέβουν και μας γλίτωσε στο Σαλεχλί.
    Πάντοτε σε όλη την υποχώρηση ο Καραπιπέρης, όπως έλεγαν οι Τούρκοι τον Πλαστήρα , ήταν οπισθοφυλακή. Τον Πλαστήρα τον παρακολουθούσαν στην Μικρά Ασία άνθρωποι της κυβέρνησης Γούναρη. Ο Πλαστήρα ήταν άνθρωπος τίμιος και ειλικρινής  Αξιωματικός , άριστος πολεμιστής και Στρατηγός. ΄Ηξερε  τι να κάνει στις πιο δύσκολες στιγμές . 
    Κατά την υποχώρηση, μια μέρα του είχε κλείσει το δρόμο ένα Σύνταγμα. Τους μίλησε με δυνατά λόγια: « Βρε παιδιά, πού θέλετε να πεθάνουμε , εδώ στα κατσάβραχα ή στον κάμπο με τα λουλούδια;». Διέταξε να τυλίξουν τα πόδια από όλα τα μεταγωγικά για να μην ακούγονται τα πέταλα. Να μην ανάψουν τσιγάρα, ούτε να ακούγονται φωνές.  Μόλις έφτασαν σε απόσταση που κανόνισε ο Πλαστήρας , διατάζει τον Υπασπιστή του να στήσει δύο πολυβόλα και να περιμένει το σύνθημά του που ήταν μια πιστολιά. Οι Τούρκοι είχαν δεμένα τα άλογα και  κάθονταν σε αναμμένες φωτιές. Έγινε τότε αιφνιδιαστική επίθεση και τους διέλυσαν τους Τούρκους.
    Αυτός ήταν ο Πλαστήρας. Είχε πολλά στρατηγικά χαρίσματα. Η ιστορία της εκστρατείας προς την Άγκυρα  από το Εσκί-Σεχίρ, με εντολή της Κυβέρνησης Γούναρη και έγκριση του Βασιλέως Κωνσταντίνου , ήταν εξωφρενική. Τι δουλειά είχε ο κουρασμένος από τις μεγάλες πορείες και μάχες στρατός  να φθάσει ως την Άγκυρα , 500 χιλιόμετρα μακριά. Ούτε ήταν δυνατόν να μείνουμε στην Άγκυρα . Θα γυρίζαμε πίσω πάλι. Ποια ήταν η έννοια της απόφασης αυτής της Κυβέρνησης Γούναρη;.
    Χάσαμε έτσι τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας  και ακολούθησε μεγάλη καταστροφή.  Αν η τότε Κυβέρνηση  σκεφτόταν πιο συνετά και έπαιρνε απόφαση αντί να βαδίσει προς την Άγκυρα,  να παραμείνει στα όρια που όριζε η Συνθήκη των Σεβρών, τότε δε θα χάναμε τη Μικρά Ασία και τον Ελληνισμό της.
    Ο Ελληνικός στρατός,  παρ’όλες τις κακουχίες έδειξε ανδρεία και προχώρησε επτά ώρες από την Άγκυρα . Την βλέπαμε από τα βουνά του Γιαπάπ-Χαμάμ και του Καλικρότ. Ήταν μεγάλο έγκλημα η απόφαση αυτή της Κυβέρνησης Γούναρη.

    Αγαπητοί μου συμπολίτες , με συγχωρείτε που δεν μπόρεσα να σας γράψω όλες τις λεπτομέρειες, τις τυράγνιες και τους κινδύνους που υπέφερε ο Ελληνικός στρατός στη Μικρά Ασία..

ΣΗΜ: Στις μάχες από το Αϊδίνι ως το Εσκί-Σεχίρ ο Παναγιώτης Πάνου διακρίθηκε και τιμήθηκε με τον Πολεμικό Σταυρό 3ης Ταξιαρχίας – Αριστείο Ανδρείας και εύφημη μνεία. Φυλλάδιο των Αναμνήσεων είχε παραδώσει εν ζωή ο αείμνηστος Παν. Πάνου στον Καθηγητή  Γεώργιο Φυτσιλή για μελλοντική δημοσίευσή τους. Η επιθυμία του αυτή πραγματοποιείται σήμερα .




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1950-60

ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ :ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΒΕΡΓΙΝΑ-Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Β΄(ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ)