ΜΙΑ ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΜΑΡΚΟΥ ΦΥΤΣΙΛΗ
Αφήγηση του Φώτη Μάρκου Φυτσιλή σχετικά με την κατοχική περίοδο του 1943. ¨
Ημουν δάσκαλος στο χωριό Τριανταφυλλιά Φλώρινας . Το
Πάσχα του 1942 στην ανάσταση συνηθίζει να πηγαίνει το κοινοτικό συμβούλιο με
σημαία. Πήγαμε στην εκκλησία και κάποιοι σλαβόφωνοι έφεραν τη Γερμανική σημαία.
Βγαίνω έξω από την εκκλησία και την πήρα την Γερμανική σημαία από τη θέση που
την είχαν στήσει. Το μεσημέρι που βγήκα στο καφενείο μου λέει ένας. « Τώρα
δάσκαλε θα γνέσεις καλά με τους Γερμανούς γι αυτό που έκανες με τη σημαία που
την κατέβασες από την εκκλησία.» Του απάντησα : «Αν τολμάτε πέστε το
στους Γερμανούς. Υπάρχει διαταγή πως μόνο ο στρατός κατοχής μπορεί να
χρησιμοποιεί τη Γερμανική σημαία.» Απάντησε : « Δεν ξέρεις δάσκαλε ότι
εμείς δεν ακούμε στις Ελληνικές αρχές.» .Τότε του απάντησα πως έχω διαταγή
του γερμανικού φρουραρχείου σχετικά με τη σημαία . Εβγαλα από την τσέπη μου ένα
χαρτί και του το έδειξα. Απάντησε : « Τι έχει σφραγίδα γερμανική ;» .
Τον βεβαίωσα ότι πράγματι είχε σφραγίδα και ήταν γνήσιο έγγραφο των Γερμανών.
Σε μια εβδομάδα μετά από το συμβάν στην εκκλησία ,έρχονται
Γερμανοί στο χωριό. Κάθησαν στο καφενείο και ζήτησαν να δουν τον παππά και το
δάσκαλο του χωριού. Ηρθε στο σπίτι μου ένας χωρικός και μου είπε ότι με ζητάνε
οι Γερμανοί . Ο συνάδελφός μου νεότερος από μένα δάσκαλος φοβήθηκε και μου είπε
: « Τώρα τι θα κάνουμε με τους Γερμανούς ;»
Του απάντησα πως πρέπει να πάμε ,δεν γίνεται. Μόλις φτάσαμε στο καφενείο
και μας είδαν οι Γερμανοί μας πήραν στο τραπέζι και μας κέρασαν κρασί . Ο
νεαρός ο δάσκαλος ,ο Παναγιώτης, θυμήθηκε ένα τραγούδι Γερμανικό και να δεις
χαρές οι Γερμανοί να συνοδεύουν στο τραγούδι. Αλλά κοντά σαυτό ξέφυγε ο
δάσκαλος και άρχισε να τραγουδάει και το «κοροϊδο Μουσολίνι» . Το άκουσε
ο διερμηνέας που είχαν οι Γερμανοί μαζί τους και είπε : « Μη αυτό δεν κάνει».
Και το τραγούδι σταμάτησε εκεί.
---------------------
Εκείνη τη χρονιά υποφέραμε από πείνα. Εγώ έφυγα από την
Τριανταφυλλιά και πήγα στο χωριό μου ,στη Σέκλιζα Καρδίτσας. Αλλά και εκεί
βρήκα άσχημα τα πράγματα. Εκεί είχαν ανεπτυγμένο το κομουνιστικό κόμμα που
συμπεριέλαβε μέσα στην οργάνωσή του σχεδόν όλους του χωρικούς.
Το 1943 ,κάποια μέρα έρχεται στο χωριό ένα συγκρότημα ανταρτών με καπετάνιο τον «Μπουκουβάλα». Οι Γερμανοί ήταν στην Καρδίτσα και δεν είχαν έρθει στα γύρω χωριά . Βγαίνω στο καφενείο και βρήκα να συζητάνε αναστατωμένοι κάποιοι χωρικοί. Ρώτησα να μάθω τι συμβαίνει και μου είπαν: « Ξέρεις δάσκαλε τώρα δα πέρασε ένα αντάρτης και μας είπε ότι σκέπτονται να δώσουν εδώ στο χωριό μάχη με τους Γερμανούς». Εκεί στο καφενείο ήταν και ο υπεύθυνος του κόμματος για το χωριό μας ο Μανόπουλος. Το πλησίασα και του είπα : « Τι θα κάνετε εσείς , δεν ξέρετε ότι θα καεί το χωριό» .Απάντησε με θράσος : « και σαν καεί» . Τότε θύμωσα και του απάντησα πως αν θέλει να καεί το σπίτι του ας το βάλει φωτιά .Γύρισα προς του άλλους χωρικούς και τους είπα : « ποιος θα έρθει μαζί μου να κάνουμε μια επιτροπή να μιλήσει με τους αντάρτες. Και εσείς που θέλετε να καεί το χωριό να ξέρετε πως μια μέρα θα δώσετε λόγο για τις πράξεις σας.» ¨Ηρθαν μαζί μου άλλοι δύο, ανάμεσά τους ο Γιάννης Ντελής και ξεκινήσαμε να συναντήσουμε τους συναγωνιστές . Τους βρήκαμε και τότε είπα σαυτούς : « Είμαστε μια επιτροπή του χωριού. Δεν θέλουμε να μας πείτε την αποστολή σας που έχετε στο χωριό αλλά να συντονίσουμε και εμείς κάποια μέτρα ασφάλειας για το χωριό μας. Απάντησε ο επί κεφαλής : « Καλά κάνατε . Να , εγώ έχω μια δύναμη απάνω στο λόφο και άμα μας ειδοποιήσει το φυλάκιο ότι έρχονται οι Γερμανοί θα δώσουμε μάχη εδώ μέσα στο χωριό.» τότε του απάντησα -και το χωριό ; -ε τι το χωριό -είπε ο καπετάνιος. Του είπα : « το χωριό θα ξεχυθεί στους δρόμους , θύματα θα υπάρχουν και θα καταστραφεί το χωριό μας .» Γυρίζει τότε και με ρώτησε : « Δε μου λες ,υπάρχει αντίδραση εδώ μέσα στο χωριό;» λέω εγώ : « σαν τι αντίδραση ,δεν υπάρχει κανένας που να θέλει τους Γερμανούς» .Αυτός δεν ήθελε τέτοια απάντηση αλλά κάτι άλλο υπονοούσε. Εγώ του απάντησα σαν ¨Ελληνας . Απάντησε : « καλά λοιπόν πηγαίνετε απόψε .Εγώ θα σκεφτώ και αύριο το πρωϊ θα συναντηθούμε» Την άλλη μέρα το πρωϊ βρισκόμουν στο παλιό σχολείο ,εκεί που ανηφορίζει ο δρόμος για το λόφο. Ερχεται ο καπετάνιος με έναν άλλο κοντόχοντρο αντάρτη που κρατούσε μια τσιάντα. Από μακρυά τον ρώτησα : « Συναγωνιστή τι αποφασίσατε σχετικά με το θέμα που μιλήσαμε χθες;» . Αμέσως απάντησε : « Τίποτα ,εδώ είναι η κατάλληλη τοποθεσία και εδώ θα δώσουμε μάχη.» Τότε του είπα : « Να σας πω ,εγώ δεν είμαι ανίδεος από μάχες, πολέμησα στην Αλβανία ,ήμουν έφεδρος αξιωματικός και μάλιστα στις 9 Μαρτίου ήμουν διοικητής λόχου και κράτησα το μέτωπο εκεί. Εσείς με τη δύναμη που έχετε σε κατάλληλο έδαφος μονάχα μια ενέδρα μπορείτε να κάνετε όχι σε τέτοιο ανοιχτό μέρος με τέτοια μέσα .» . Απάντησε : « Εσύ μιλάς για τακτική αστικού στρατού ,ξεχνάς ότι έχουμε αντάρτικο;¨» Τότε του είπα: « ισα-ίσα που έχουμε αντάρτικο μόνο αυτό μπορείτε να κάνετε.» τελικά κατέληξε : « Όχι εδώ είναι κατάλληλη τοποθεσία ,εδώ θα δώσουμε μάχη.» στο τέλος πρόσθεσα : « Να σας πω αν πρόκειται να κερδίσουμε κάτι ας γίνει αυτή η θυσία αλλά στην περίπτωση που δεν μπορεί να κερδίσουμε τίποτα γιατί να θυσιαστεί το χωριό μας;» . Γυρίζει ο αντάρτης που τον συνόδευε και του λέει : « Καλά σου λέει ο συναγωνιστής ;».Τότε γεμάτος οργή δίνει μια κατακεφαλιά στον αντάρτη που τον έριξε κάτω. Μετά από αυτό σκέφτηκα πως ποτέ δε βρέθηκα στη ζωή μου σε τέτοια δύσκολη κατάσταση. δεν έβλεπα μπροστά μου .δεν είδα πότε εξαφανίστηκαν από μπροστά μου .βγήκαν καμιά δεκαριά άλλοι και με απειλούσαν με χειρονομίες λέγοντας : « Αυτά είναι της αντίδρασης ,αυτά είναι σαμποτάζ του αγώνα». Σαν υπνωτισμένος τους παραμέρισα, έφυγα και πήγα στο σπίτι. Την άλλη μέρα το πρωϊ βγαίνω και πήγαινα προς την πλατεία του χωριού. Στην πλατεία περνάει δίπλα μου ο Γιάννης ο Ντελής και μου λέει χαμηλόφωνα : « Εμαθες; ο εχθρός έφυγε» -που πήγε; : « στο Βελέσι». ¨Εφυγα και πήγα στο σπίτι και μετά βγήκα έξω κοντά στο μύλο, στο ποτάμι όπου συνάντησα το Λάμπρο Μπαλατσό.
Μετά από λίγο μπροστά μας έρχονται οι Γερμανοί. Πάνε στα πλατάνια ,έξω από το χωριό και στήνουν πολυβόλα και ρίχναν στο κόσμο που έφευγε . Η μάνα μου που έβλεπε από το σπίτι φοβήθηκε για μένα και πήρε μια στάμνα για να πάει για νερό. Περνάει δίπλα μου και μου τραβάει το σακάκι λέγοντας : « Παιδάκι μου τι έκατσες εδώ ,θα σε πάρουν οι Γερμανοί». Απάντησα: « τι θέλεις εδώ αφού πέρασαν και δε μας πείραξαν.». Υστερα από λίγο αφού πιάσαν καμιά εικοσαριά από αυτούς που τρέχαν στην ποταμιά μετά ήρθαν σε μας και φώναξαν -com,com- . Πάμε εκεί και ένας Γερμανός μας μετράει λέγοντας « ein ,zwei, drei …..» .Τότε κατάλαβα εγώ πως την έχουμε άσχημα. Μας βάλαν σε ένα αυτοκίνητο και μας πάνε εκεί που είναι τώρα η εκκλησία του χωριού. Ηταν τότε λιβάδι εκείνο το μέρος . Εκεί σκοτώνουν τον Πανάγο .Μετά μας παίρνουν εμάς και μας πάνε στο Ρούσο. Μας αφήνουν εκεί που είναι σήμερα η αποθήκη ,τότε ήταν αλώνια εκεί. Κάνουν μπλόκο στο Ρούσσο και πολυβολούν . Οι σφαίρες περνούσαν πάνω από τα κεφάλια μας και ο Γερμανός που μας φύλαγε έπεσε και αυτός κάτω να προφυλαχθεί. Ενώ είμαστε στα αλώνια γυρνάω κάποια στιγμή και αποφάσισα να φύγω αλλά έβλεπα ίσιωμα παντού και σκέφτηκα «ότι είπε Ο Θεός και η Παναγία να με βοηθήσουν». Πιάσαν και άλλους εκεί και μας πήραν και μας πήγαν στην Καρδίτσα , στην Αρνη. Μετά την ίδια μέρα το βράδυ μας πήραν και μας κλείσαν στην πρώτη στρατώνα που συναντάμε πηγαίνοντας για την Καρδίτσα από το χωριό. Η μάνα μου εκείνη την ημέρα ήρθε δυο -τρεις φορές στην Καρδίτσα από το χωριό. ¨Όπως έμαθα αργότερα ο πατέρας μου εκείνη την ημέρα ήταν στο λόγγο και έκοβε ξύλα και όταν το έμαθε τόσο στεναχωρέθηκε ώστε προσπάθησε να αυτοκτονήσει και κάποιοι χωριανοί τον συγκράτησαν .
Το πρωϊ ξυπνάμε εκεί που
μας είχαν και περιεργαζόμασταν το χώρο γύρω. Κοντά ήταν ένα ξεχωριστό δωμάτιο
.Κοιτάμε και βλέπουμε έναν Εβραίο με την αδερφή του. Τότε λέει ο Μιχάλης ο
Καπνιάς : « Αντε, μαζί με τους Εβραίους μας έχουν για σαπούνι». Μείναμε
αρκετές ημέρες εκεί και εμάς τους νέους μας πρόσεχαν περισσότερο τα γερόντια
που ήταν εκεί. Ο Βαγγέλης ο Κολοκύθας έλεγε σε μένα «Ελα εδώ εσύ κοντά σε
μένα , κάτσε στο γόνατο .» Το ίδιο έκανε και ο Καραγιώργος ο Γιώργος
προσπαθώντας να με προστατέψει. Τότε λέω στον Γιαννακούλη τον Κολοβό που
ήξερε κάποια γερμανικά γιατί είχε κάνει αιχμάλωτος σε στρατόπεδο στη Γερμανια :
«Πως θα πω στα Γερμανικά ,θέλω νερό;». μου λέει « gebe Wasser..». Πηγαίνω στο παράθυρο και λέω στο
γερμανό σκοπό ότι θέλω νερό στα γερμανικά. Ο σκοπός αφού πήγε μακρυά μας ‘εφερε
ένα σταμνί νερό. Είχαμε και έναν άρρωστο εκεί. Λέω στο γερμανό για τον
άρρωστο και φέρνει μια χούφτα χάπια ο γερμανός για τον άρρωστο. Ύστερα από
κάμποσες ημέρες πιάνουνε μέσα στην Καρδίτσα τους άρρενες και γίναμε μέσα εκεί
εννιακόσιοι σε μια στρατώνα. Υπιοφέραμε από νερό και τροφή .Μια μέρα εκεί στη
στρατώνα έρχονται και λένε : « όσοι είναι από τη Σέκλιζα να βγουν στην πόρτα.
Βγαίνουμε στην πόρτα και μας ρωτάνε : «Τι δουλειά κάνεις εσύ;» -Γεωργός και
άλλος Γεωργός . Φτάνουν σε μένα και είπα εγώ : « Lehrer-δάσκαλος» .Με βάζουν από την άλλη μεριά και
σκέφτηκα γιατί δεν έλεγα και εγώ γεωργός. Με παίρνουν και με οδηγούν καμιά
σαρανταριά μέτρα πέρα από τη στρατώνα μέσα στο λιβάδι δύο γερμανοί . Με στήνουν
εκεί και φεύγουν . ¨Ολοι οι κρατούμενοι από τα παράθυρα κοιτούσαν να δουν τι θα γίνει με μένα. Δε
φοβήθηκα όμως γιατί ίσως από τότε από τη Φλώρινα τους συμπαθούσα τους Γερμανούς
και δεν τους θεωρούσα για κακούς. Ερχονται μετά δύο Γερμανοί και μου λένε : « Deutschland verstehen;».Τους απαντώ «Nichts verstehen». Τότε ένα διερμηνέας λέει σε μένα :
« Θέλουμε δρόμο για τη Νεβρόπολη, για το αεροδρόμιο. Μού έδειξαν και ένα
χάρτη . Τότε τους λέω : « Εγώ δεν έζησα εδώ. Εζησα στη Μακεδονία και δεν
ξέρω πέρα από τα χωριά που είναι γύρω από το δικό μου χωριό. Ο διερμηνέας τα λέει στο
γερμανό και με κοιτάει ο γερμανός σα να ήθελε να με ψυχολογήσει. Εγώ δε
φοβήθηκα και αυτό κυρίως με ωφέλησε . Μου λέει ο γερμανός : « Gut». Με παίρνουν ξανά στο κρατητήριο
πάλι μέσα. ¨ολοι έπεσαν πάνω μου να μάθουν τι ζητάνε οι Γερμανοί. Ερχεται ο
μπάρμπα Βαγγέλης ο Κολοκύθας και λέει : « Αφήστε το παιδί .έλα δω παιδίμ μη
βρεις κάναν μπελιά»
Μετά από κάμποσες ημέρες ένα πρωϊ μας παίρνουν τη νύχτα και μας κλείνουν στις φυλακές. Εμάς τους Σεκληζιώτες μας έκλεισαν σε ιδιαίτερο κελί μαζί με τους Μποσκλαβίτες (κατοίκους του Αμπελικού, γειτονικού χωριού). Είμασταν καμιά δεκαπενταριά όλοι εμείς . Μια μέρα έρχονται εκεί και παίρνουν εμένα και έναν μποσκλαβίτη. ¨ημουν ο νεώτερος από τους κρατουμένους. Μας κατεβάζουν κάτω στο πλακόστρωτο των φυλακών και λένε σε μένα με διερμηνέα: « Σκεφτείτε τη θέση στην οποία ευρίσκεστε γιαυτό θα πρέπει να πείτε την αλήθεια σε ότι σας ρωτήσουμε. Να ξέρετε ότι όποιος λέει την αλήθεια πετυχαίνει πολλά πράγματα. Πως το λένε το μέρος που κατεβαίνουν τα αεροπλάνα; Αεροπορείο;» -αεροδρόμιο τους λέω εγώ . : « θέλουμε δρόμο για το αεροδρόμιο ,Μπέζουλα». Λέει ο γερμανός αξιωματικός, Τους απαντώ εγώ : « Σκεπτόμενος τη θέση στην οποία ευρίσκομαι σας λέω ειλικρινά δεν ξέρω. Δεν έζησα εδώ ,έζησα στη Μακεδονία και δεν ξέρω πέρα από το γύρω χωριά στο δικόμου.» Το λέει αυτό που είπα ο διερμηνέας στο γερμανό αξιωματικό. Κοιτάζει αυτός και λέει : «Gut». Δε αποκλείεται να ήταν ο ίδιος ο Γερμανός που με ρώτησε την πρώτη φορά έξω από τη στρατώνα. Μετά εστράφηκαν στον μποσκλαβίτη . Σκέφτηκα , αφού δεν κατάφεραν εμένα τον μποσκλαβίτη θα καταφέρουν που λέει και ψέματα . ( οι μποσκλαβίτες φημίζονταν για τις ψευτιές τους .) . Τους απάντησε : « Εγώ δεν ξέρω παρά μόνο από το χωριό μου στην Καρδίτσα. Ξύλα πουλάω.» Μετά από αυτό τον κλείνουν και αυτόν ξανά μέσα. Ερχονται προς όλους μας και λένε : « Ποιος ξέρει δρόμο για το αεροδρόμιο; Για τη Νεβρόπολη;» Τότε μερικοί απάντησαν : «Πως,πως δεν ξέρουμε ;» .Παρουσιάζεται ο Σωτήρης ο Βλάχος από το χωριό μας και ένας άλλος μποσκλαβίτης. Αυτοί δέχτηκαν και τους πήραν οι Γερμανοί ,τους έντυσαν γερμανική στολή και αυτοί οδήγησαν τους Γερμανούς απάνω στη Νεβρόπολη από το μοναστήρι στο Καταφύγι και από εκεί στην Νεβρόπολη. Ευτυχώς οι αντάρτες είχαν υποχωρήσει και δεν έγινε καμιά συμπλοκή με τους Γερμανούς . Υστερα από μέρες και αφού έγινε εκκαθάριση της περιοχής μας απόλυσαν και εμάς. Καμιά εικοσαριά πηγαίναμε κατά το χωριό μας και οι χωριανοί που μας είδαν στα ρουσιώτικα τα αμπέλια έτρεξαν να κρυφτούν γιατί νόμισαν ότι έρχονται ξανά οι Γερμανοί. Στο χωριό έμαθα πως οι Γερμανοί που πήγαν στο Βελέσι όπου ήταν ο καπετάν Μπουκουβάλας δεν συνάντησαν παρά μικρή αντίσταση. Οι αντάρτες έριξαν πέντε_έξη ντουφεκιές και έφυγαν. Πάνε οι Γερμανοί μετά και έκαψαν το χωριό Βελέσι .
Αυτήν την τύχη θα είχε το χωριό μας αν δεν
τους αποτρέπαμε να δώσουν μάχη στο δικό μας χωριό. Εμείς γλυτώσαμε το χωριό μας
με αυτή την απόφαση που κάναμε και αντιδράσαμε. Αυτά τους λέω στο χωριό μας και
δεν τους αρέσουν . δεν θέλουν να σκέφτονται τα σφάλμα τα τους. Εγώ λέω στου
χωριανούς μου : « Βρε σεις ότι κάνετε συμβουλευτείτε και κάποιον που να
ξέρει περισσότερα από σας .» Αλλά ότι εντολή πάρουν από παρά πάνω υπακούουν
τυφλά, δεν έχουν μυαλό δικό τους . Ιδίως οι παλαιοί δεν αλλάζουν ενώ οι
νεώτεροι προσαρμόζονται στη νέα πραγματικότητα. Σήμερα ο κόσμος έχει αλλάξει
πλέον .Βρισκόμαστε στα 1994 οι χωριανοί είναι αγαπημένοι μεταξύ τους και αυτό
είναι καλό για το χωριό μας. Δεν υπάρχει ο φανατισμός που υπήρχε τότε .
Ευχόμαστε το 94 να είναι ειρηνικό και ωφέλιμο για την πατρίδα μας .
Η συνέντευξη αυτή δόθηκε στις 31-12-1993 στο γιό του Γεώργιο
Φυτσιλή στο Duesseldorf όπου είχε αποσπαστεί με τη σύζυγό του Σταματία σε Ελληνικά σχολεία της περιοχής.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου