Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ
Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Η γέννηση της ελληνικής γλώσσας (Μέρος Α’)
Όλες οι ελληνικές διάλεκτοι, της μυκηναϊκής συμπεριλαμβανομένης, μοιράζονται ορισμένα χαρακτηριστικά που είτε δεν απαντούν σε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα είτε αναπτύχθηκαν ενδεχομένως στην ελληνική και μόνο, ανεξάρτητα δηλαδή από τις λοιπές γλωσσικές υποομάδες της ινδοευρωπαϊκής
Μια από τις εκατοντάδες γλώσσες που είχαν ως πηγή τους την αποκαλούμενη «πρωτοϊνδοευρωπαϊκή», την αφετηριακή γλώσσα ή «πρωτογλώσσα» της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας που μιλιόταν πριν από 6.500 περίπου χρόνια, υπήρξε η ελληνική. Εξ όσων γνωρίζουμε, μάλιστα, η ελληνική γλώσσα υπήρξε το τελικό αποτέλεσμα μιας αδιάκοπης διαδικασίας αλλαγών, μιας σειράς μεταβολών στο διάβα των αιώνων. Οι μεταβολές που έλαβαν χώρα κατά τη μετάβαση από την «πρωτοϊνδοευρωπαϊκή», την κοινή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, στην «πρωτοελληνική», την ελληνική γλώσσα στα πρωιμότατα στάδιά της (πολλοί μελετητές τοποθετούν την ύπαρξή της στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ.), αφορούν τη φωνητική, τις κλιτικές και παραγωγικές καταλήξεις, το λεξιλόγιο και τη σύνταξη.
Πριν αναφερθούμε αναλυτικότερα στις αλλαγές αυτές, κρίνεται σκόπιμο να προβούμε σε ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με τον όρο ελληνική γλώσσα. Κατ’ αρχάς, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως δεν είμαστε σίγουροι ότι υπήρξε κάποτε μια απολύτως ομοιογενής γλώσσα που θα μπορούσε να ονομαστεί ελληνική. Απεναντίας, είμαστε βέβαιοι ότι η ελληνική γλώσσα περιελάμβανε ένα σύνολο διαλέκτων, ενώ πιθανολογείται ότι σε πρωιμότερα στάδια της γλώσσας αυτής διακρίνονταν όλο και λιγότερες διάλεκτοι. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο διαχωρισμός της ελληνικής σε διαλέκτους είχε συντελεστεί ήδη από τη 2η χιλιετία π.Χ. Αυτό φανερώνει η παλαιότερη μέχρι τούδε σωζόμενη μορφή της ελληνικής, η μυκηναϊκή γλώσσα των πινακίδων της Γραμμικής Β γραφής, καθώς είχε υποστεί αλλαγές που δεν είχαν συμβεί σε όλες τις διαλέκτους.
Εξάλλου, έχει διαπιστωθεί ότι κατά τους Κλασικούς Χρόνους υπήρχαν τέσσερις κύριες διαλεκτικές ομάδες: η δυτική ελληνική (σε αυτήν περιλαμβάνονταν η δωρική και οι διάλεκτοι της βορειοδυτικής Ελλάδας), η αιολική, η αττικοϊωνική και η αρκαδοκυπριακή.
Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι όλες οι ελληνικές διάλεκτοι, της μυκηναϊκής συμπεριλαμβανομένης, μοιράζονται ορισμένα χαρακτηριστικά που είτε δεν απαντούν σε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα είτε αναπτύχθηκαν ενδεχομένως στην ελληνική και μόνο, ανεξάρτητα δηλαδή από τις λοιπές γλωσσικές υποομάδες της ινδοευρωπαϊκής (υπενθυμίζεται ότι η ελληνική αποτελεί μόνη της μια τέτοια υποομάδα, έναν ιδιαίτερο και ξεχωριστό κύριο κλάδο της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας).
Οι μόνες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με τις οποίες μοιράζεται η ελληνική κοινές γλωσσικές δομές και τύπους είναι όσες ανήκουν στην ινδοϊρανική υποομάδα (δηλαδή, η σανσκριτική και οι κατοπινές ινδικές γλώσσες, η αβεστική, η αρχαία περσική και οι μετέπειτα ιρανικές γλώσσες), η αρμενική (όπως η ελληνική, και αυτή συνιστά μόνη της μια γλωσσική υποομάδα) και πιθανώς η ελάχιστα μαρτυρημένη φρυγική (μια από τις αποκαλούμενες «υπολειμματικές γλώσσες»). Οι κοινές αυτές χρήσεις στις προαναφερθείσες γλωσσικές υποομάδες ενδέχεται να αντανακλούν κοινές εξελίξεις.
Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Η γέννηση της ελληνικής γλώσσας (Μέρος Β’)
Η ινδοευρωπαϊκή –κατ’ επέκταση και η ελληνική– γλώσσα υπέστη αλλαγές ευρείας κλίμακας τόσο στην τοποθέτηση του τόνου των λέξεων όσο και στο φωνηεντισμό τουςΗ ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου: Η γέννηση της ελληνικής γλώσσας (Μέρος Β’)
Η ινδοευρωπαϊκή –κατ’ επέκταση και η ελληνική– γλώσσα υπέστη αλλαγές ευρείας κλίμακας τόσο στην τοποθέτηση του τόνου των λέξεων όσο και στο φωνηεντισμό τους
Οι τέσσερις βασικοί τομείς του γλωσσικού
συστήματος στους οποίους επιβάλλεται να επικεντρώσουμε την προσοχή μας, ώστε να
εντοπίσουμε τις αλλαγές που σημειώθηκαν κατά τη μετάβαση από την
«πρωτοϊνδοευρωπαϊκή» στην «πρωτοελληνική», είναι –όπως είχαμε αναφέρει και
στο αμέσως προηγούμενο άρθρο μας– η φωνολογία, η
μορφολογία, το λεξιλόγιο και η σύνταξη.
Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τον τομέα της
φωνολογίας, το κληρονομημένο φωνητικό σύστημα διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτο
στην «πρωτοελληνική». Βεβαίως, έλαβαν χώρα ορισμένες χαρακτηριστικές φωνητικές
αλλαγές, όπως η απαλοιφή όλων των συμφώνων στο τέλος των λέξεων εκτός από τα
[r], [n] και [s], καθώς και η εξέλιξη του ινδοευρωπαϊκού *m σε [n] –ν στο τέλος
των λέξεων (π.χ., λατ. agrum, ελλ. αγρόν στην αιτιατική ενικού). Εξάλλου,
αξιοπρόσεκτες είναι οι ειδικές εξελίξεις που παρατηρούνται στην ομάδα των
λαρυγγικών συμφώνων της ελληνικής (οι εν λόγω φθόγγοι χάθηκαν στις περισσότερες
ινδοευρωπαϊκές γλώσσες), όπως και ο περιορισμός του τονισμού στις τρεις
τελευταίες συλλαβές της λέξης (στην «πρωτοϊνδοευρωπαϊκή» και στη μεταγενέστερη
σανσκριτική ο τόνος μπορούσε να βρίσκεται σε οποιαδήποτε συλλαβή της λέξης).
Περνώντας στο δεύτερο τομέα, εκείνον που
έχει σχέση με τα μορφολογικά στοιχεία της ελληνικής, πρέπει εν πρώτοις να
επισημάνουμε ότι η ινδοευρωπαϊκή –κατ’ επέκταση και η ελληνική– γλώσσα υπέστη
αλλαγές ευρείας κλίμακας τόσο στην τοποθέτηση του τόνου των λέξεων όσο και στο
φωνηεντισμό (η παρουσία ενός συγκεκριμένου φωνήεντος στο θέμα μιας λέξης) τους.
Οι ιδιαίτερες μορφολογικές εξελίξεις της ελληνικής είναι δυνατόν να
ταξινομηθούν σε τέσσερις υποκατηγορίες: μεταβολές στη μορφολογία των ονομάτων
(ουσιαστικών και επιθέτων), των αντωνυμιών, των ρημάτων, καθώς και στη λεγόμενη
παραγωγική μορφολογία (χρήση επιθημάτων για το σχηματισμό νέων ονομάτων και
ρημάτων).
Στην πρώτη από τις προαναφερθείσες
υποκατηγορίες εξετάζονται οι συντελεσθείσες μεταβολές στο ονοματικό κλιτικό
σύστημα που κληρονόμησε η ελληνική από την «πρωτοϊνδοευρωπαϊκή». Εδώ, λοιπόν,
υπήρξε μείωση του αριθμού των πτώσεων, καθώς η «πρωτοϊνδοευρωπαϊκή» είχε τρεις
επιπλέον πτώσεις σε σχέση με την ελληνική.
Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική, στη γραπτή
μορφή της μετά τους Μυκηναϊκούς Χρόνους, διέθετε τις –γνωστές σε όλους μας–
πέντε διαφορετικές πτώσεις για τα ονόματά της: ονομαστική, γενική, δοτική,
αιτιατική και κλητική. Οι τρεις επιπλέον πτώσεις της «πρωτοϊνδοευρωπαϊκής» που
δεν κληροδοτήθηκαν στη μεταμυκηναϊκή ελληνική ήταν η αφαιρετική (δήλωνε την
πηγή μιας ενέργειας, την προέλευση ή την αφετηρία, το «πόθεν»), η οργανική
(δήλωνε τον τρόπο ή το μέσο με το οποίο πραγματοποιείται κάτι) και η τοπική
(δήλωνε τοποθέτηση στο χώρο, θέση, στάση σε τόπο, το «εκεί» ή το «εντός»).
Στο πλαίσιο της μεταμυκηναϊκής
ελληνικής, η μεν λειτουργία της αφαιρετικής υπήχθη ως επί το πλείστον στη
γενική, οι δε λειτουργίες της οργανικής και της τοπικής στη δοτική. Δεν είμαστε
βέβαιοι κατά πόσο οι αλλαγές αυτές είχαν ήδη πραγματοποιηθεί στην ελληνική της
Μυκηναϊκής Περιόδου. Πάντως, μαρτυρείται η χρήση της οργανικής κατά τους
Μυκηναϊκούς Χρόνους, σε αντίθεση με την αφαιρετική και την τοπική, που είχαν
ήδη συγχωνευτεί με τη γενική και τη δοτική αντίστοιχα. Ως εκ τούτου, μπορούμε
βάσιμα να υποθέσουμε ότι η «πρωτοελληνική» διέθετε έξι πτώσεις, δηλαδή τις
πέντε της κλασικής ελληνικής και την οργανική.
Τέλος, από μορφολογικής και πάλι
απόψεως, ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός των
επιθέτων της ελληνικής. Και τούτο, διότι δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα της
ινδοευρωπαϊκής οικογένειας ακριβές αντίστοιχο του συστήματος σχηματισμού των
συγκριτικών και των υπερθετικών που χρησιμοποιείται στην ελληνική.
Οι τέσσερις βασικοί τομείς του γλωσσικού
συστήματος στους οποίους επιβάλλεται να επικεντρώσουμε την προσοχή μας, ώστε να
εντοπίσουμε τις αλλαγές που σημειώθηκαν κατά τη μετάβαση από την
«πρωτοϊνδοευρωπαϊκή» στην «πρωτοελληνική», είναι –όπως είχαμε αναφέρει και
στο αμέσως προηγούμενο άρθρο μας– η φωνολογία, η
μορφολογία, το λεξιλόγιο και η σύνταξη.
Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τον τομέα της
φωνολογίας, το κληρονομημένο φωνητικό σύστημα διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτο
στην «πρωτοελληνική». Βεβαίως, έλαβαν χώρα ορισμένες χαρακτηριστικές φωνητικές
αλλαγές, όπως η απαλοιφή όλων των συμφώνων στο τέλος των λέξεων εκτός από τα
[r], [n] και [s], καθώς και η εξέλιξη του ινδοευρωπαϊκού *m σε [n] –ν στο τέλος
των λέξεων (π.χ., λατ. agrum, ελλ. αγρόν στην αιτιατική ενικού). Εξάλλου,
αξιοπρόσεκτες είναι οι ειδικές εξελίξεις που παρατηρούνται στην ομάδα των
λαρυγγικών συμφώνων της ελληνικής (οι εν λόγω φθόγγοι χάθηκαν στις περισσότερες
ινδοευρωπαϊκές γλώσσες), όπως και ο περιορισμός του τονισμού στις τρεις
τελευταίες συλλαβές της λέξης (στην «πρωτοϊνδοευρωπαϊκή» και στη μεταγενέστερη
σανσκριτική ο τόνος μπορούσε να βρίσκεται σε οποιαδήποτε συλλαβή της λέξης).
Περνώντας στο δεύτερο τομέα, εκείνον που
έχει σχέση με τα μορφολογικά στοιχεία της ελληνικής, πρέπει εν πρώτοις να
επισημάνουμε ότι η ινδοευρωπαϊκή –κατ’ επέκταση και η ελληνική– γλώσσα υπέστη
αλλαγές ευρείας κλίμακας τόσο στην τοποθέτηση του τόνου των λέξεων όσο και στο
φωνηεντισμό (η παρουσία ενός συγκεκριμένου φωνήεντος στο θέμα μιας λέξης) τους.
Οι ιδιαίτερες μορφολογικές εξελίξεις της ελληνικής είναι δυνατόν να
ταξινομηθούν σε τέσσερις υποκατηγορίες: μεταβολές στη μορφολογία των ονομάτων
(ουσιαστικών και επιθέτων), των αντωνυμιών, των ρημάτων, καθώς και στη λεγόμενη
παραγωγική μορφολογία (χρήση επιθημάτων για το σχηματισμό νέων ονομάτων και
ρημάτων).
Στην πρώτη από τις προαναφερθείσες
υποκατηγορίες εξετάζονται οι συντελεσθείσες μεταβολές στο ονοματικό κλιτικό
σύστημα που κληρονόμησε η ελληνική από την «πρωτοϊνδοευρωπαϊκή». Εδώ, λοιπόν,
υπήρξε μείωση του αριθμού των πτώσεων, καθώς η «πρωτοϊνδοευρωπαϊκή» είχε τρεις
επιπλέον πτώσεις σε σχέση με την ελληνική.
Πιο συγκεκριμένα, η ελληνική, στη γραπτή
μορφή της μετά τους Μυκηναϊκούς Χρόνους, διέθετε τις –γνωστές σε όλους μας–
πέντε διαφορετικές πτώσεις για τα ονόματά της: ονομαστική, γενική, δοτική,
αιτιατική και κλητική. Οι τρεις επιπλέον πτώσεις της «πρωτοϊνδοευρωπαϊκής» που
δεν κληροδοτήθηκαν στη μεταμυκηναϊκή ελληνική ήταν η αφαιρετική (δήλωνε την
πηγή μιας ενέργειας, την προέλευση ή την αφετηρία, το «πόθεν»), η οργανική
(δήλωνε τον τρόπο ή το μέσο με το οποίο πραγματοποιείται κάτι) και η τοπική
(δήλωνε τοποθέτηση στο χώρο, θέση, στάση σε τόπο, το «εκεί» ή το «εντός»).
Στο πλαίσιο της μεταμυκηναϊκής
ελληνικής, η μεν λειτουργία της αφαιρετικής υπήχθη ως επί το πλείστον στη
γενική, οι δε λειτουργίες της οργανικής και της τοπικής στη δοτική. Δεν είμαστε
βέβαιοι κατά πόσο οι αλλαγές αυτές είχαν ήδη πραγματοποιηθεί στην ελληνική της
Μυκηναϊκής Περιόδου. Πάντως, μαρτυρείται η χρήση της οργανικής κατά τους
Μυκηναϊκούς Χρόνους, σε αντίθεση με την αφαιρετική και την τοπική, που είχαν
ήδη συγχωνευτεί με τη γενική και τη δοτική αντίστοιχα. Ως εκ τούτου, μπορούμε
βάσιμα να υποθέσουμε ότι η «πρωτοελληνική» διέθετε έξι πτώσεις, δηλαδή τις
πέντε της κλασικής ελληνικής και την οργανική.
Τέλος, από μορφολογικής και πάλι
απόψεως, ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο συγκριτικός και ο υπερθετικός βαθμός των
επιθέτων της ελληνικής. Και τούτο, διότι δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα της
ινδοευρωπαϊκής οικογένειας ακριβές αντίστοιχο του συστήματος σχηματισμού των
συγκριτικών και των υπερθετικών που χρησιμοποιείται στην ελληνική.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου