Ο ΕΡΜΗΣ ΤΟΥ ΠΡΑΞΙΤΕΛΟΥΣ


                             Ο ΕΡΜΗΣ ΤΟΥ ΠΡΑΞΙΤΕΛΟΥΣ

Παριστάνεται ο Ερμής να μεταφέρει στο αριστερό του χέρι τον Διόνυσο βρέφος, καρπό του παράνομου έρωτα του Δία και της πανέμορφης Νύμφης Σεμέλης, κόρης του Κάδμου, του ιδρυτή και βασιλιά της Θήβας. Ο μύθος θέλει για ακόμα μία φορά τη ζηλόφθονη Ήρα να επεμβαίνει για να εμποδίσει τον τοκετό. Παραπλάνησε λοιπόν τη Σεμέλη με το εξής τέχνασμα: Της παρουσιάστηκε με τη μορφή παραμάνας και την παρότρυνε να ζητήσει από τον Δία να εμφανιστεί μπροστά της με τη θεϊκή του μορφή, όπως εμφανίζεται και στην Ήρα. Πράγματι η Σεμέλη, αφού πρώτα ανάγκασε το Δία να της υποσχεθεί ότι θα ικανοποιήσει μια επιθυμία της, του το ζήτησε. Αυτός το έκανε με βαριά καρδιά, αφού γνώριζε ότι η Σεμέλη δεν θα άντεχε το εκτυφλωτικό φως και τους κεραυνούς του θεού, αλλά δεν μπορούσε και να παραβεί την υπόσχεση που της είχε δώσει. Μετά τον θάνατό της ο Δίας, που ήθελε πολύ να γεννηθεί το παιδί που κυοφορούσε η Σεμέλη, πρόσταξε να πάρουν τον αγέννητο ακόμα Διόνυσο και να τον ράψουν στον μηρό του, για να τρέφεται από το αίμα του πατέρα του μέχρι να γεννηθεί (σ' αυτό οφείλεται και η προσωνυμία του «Μηροτραφής»). Έτσι λοιπόν γεννήθηκε ο θεός του κεφιού, της χαράς, του κρασιού και της ζωής. Μετά τη γέννησή του, σύμφωνα με μία από τις παραλλαγές του μύθου, ο Δίας παρέδωσε τον Διόνυσο αρχικά στην Ινώ, αδελφή της Σεμέλης και στη συνέχεια, μετά τον θάνατό της από τα βασανιστήρια της Ήρας, στον Ερμή για να τον μεταφέρει στη Νύσα της Βοιωτίας (
😉
και να τον παραδώσει στις τροφούς Νύμφες αδελφές της μητέρας του, ώστε εκεί να μεγαλώσει μέσα σε σπήλαιο με ασφάλεια. Ένα στιγμιότυπο από αυτό το ταξίδι αποτέλεσε το αριστούργημα που σμίλεψε ο γλύπτης.
Το αριστερό χέρι του Ερμή ακουμπά σε κορμό δέντρου, όπου είναι κρεμασμένο και το ιμάτιό του. Το κενό δείχνει ότι στο χέρι αυτό μάλλον κρατούσε το σύμβολό του, το κηρύκειο. Στο δεξί υψωμένο του χέρι θα πρέπει μάλλον να κρατούσε ένα τσαμπί σταφύλι, σύμβολο του Διονύσου, με το οποίο προσπαθούσε να αποσπάσει την προσοχή του βρέφους. Στη στάση του Ερμή συγκεντρώνονται όλα τα γνωρίσματα της τέχνης της ύστερης κλασικής εποχής. Στα σκέλη του θεού η διάχυτη αρχή της αντικίνησης (contrapposto), με το δεξί ευθυτενές και στηρίζον και το αριστερό ελαφρά λυγισμένο και αναπαυόμενο, επιφέρει την έντονη κάμψη στο ύψος του γοφού με συστροφή του σώματος προς την αντίθετη κατεύθυνση, ενώ ο λαιμός και το κεφάλι στρέφονται ελαφρά προς τα αριστερά, ώστε να προκαλείται η αίσθηση μιας σιγμοειδούς στο σύνολό της δόμησης, που ήταν το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της πραξιτέλειας τεχνικής. Η ρεμβώδης και γαλήνια έκφραση του Ερμή ατενίζει με θεϊκή μακαριότητα το άπειρο, μολονότι φαίνεται να μην αγνοεί το πολύτιμο φορτίο του. Το πρόσωπο αυτό με την καταλυτική τρυφερότητα και το «υγρόν των οφθαλμών», η εξαιρετική στίλβωση της επιφάνειας του γλυπτού και η μετατόπιση σωματικών μελών και μυών, η απαλή απόδοση της σάρκας σε ένα ζωντανό, καλοπλασμένο, αθλητικό σώμα με αρμονικές αναλογίες, αποτελούν επίσης γνωρίσματα της τεχνικής αυτής, γνωστά από ρωμαϊκά αντίγραφα έργων του μεγάλου γλύπτη, όπως η «Κνιδία Αφροδίτη» και ο «Απόλλων Σαυροκτόνος», αλλά και από δύο πρωτότυπα έργα του, τις ανάγλυφες πλάκες της βάσης της Απολλώνιας Τριάδας από τη Μαντίνεια και το χάλκινο άγαλμα του
«Εφήβου του Μαραθώνα». Οι κνήμες και το αριστερό πόδι είναι αντίγραφα. Στο δεξί του σανδάλι, που σώζεται, υπάρχουν ίχνη επιχρύσωσης. Φορούσαν και οι δύο στεφάνι. Υπάρχουν ίχνη ερυθροκάστανου χρώματος στα μαλλιά. Το άγαλμα ύψους 2,13 μ. προξενεί ακόμα και σήμερα τον παγκόσμιο θαυμασμό. Οι αναλογίες του Ερμή που παριστάνεται με τη μορφή νεαρού αθλητή (μαζί με αυτές του «Απόλλωνα του Kassel», έργου του Λεωχάρη, και του «Δορυφόρου», έργου του Πολυκλείτου) θεωρούνται οι ιδανικές για το τέλειο ανδρικό σώμα.
Υπήρξαν και κάποιες λίγες αντιφατικές απόψεις για την αυθεντικότητά του. Υπάρχουν ρωμαϊκές επεμβάσεις, απαραίτητες για την επισκευή και την ασφαλή του στερέωση στο Ηραίον, όπου μεταφέρθηκε και παρέμεινε μέχρι την ανακάλυψή του. Το άγαλμα αρχικά ήταν στημένο στον σηκό του ναού, όπου το είδε ο Παυσανίας, που έγραψε: «Ερμήν λίθου, Διόνυσον δε φέρει νήπιον, τέχνη δε εστί Πραξιτέλους». Με τη λιτή αλλά ταυτόχρονα περιεκτική αυτή αναφορά του ο Παυσανίας κατέστησε ακόμα πιο συγκλονιστική τη στιγμή της ανεύρεσής του, στις 27 Απριλίου του 1877. Μεταφέρθηκε σε μία από τις δεξιές κόγχες του σηκού, μαζί με άλλα αγάλματα, όταν ο σηκός μετατράπηκε σε μουσειακό χώρο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Διασώθηκε επειδή καλύφθηκε από τις ωμές πλίνθους του σηκού, όταν ο ναός κατέρρευσε από τον σεισμό του 3ου αι μ.Χ. Παρόμοιος Διονυσοφόρος Ερμής που κρατάει τσαμπί σταφύλι βρέθηκε και σε τοιχογραφία της Πομπηίας.
Κείμενο: Γιώργος Γκαρής. Φωτογραφίες: Έρης Τσοβαλτζή.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ 1950-60

ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ :ΥΠΕΡΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΒΕΡΓΙΝΑ-Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Β΄(ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ)