ΗΡΩΪΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ 1940-ΦΩΤΗΣ ΜΑΡΚΟΥ ΦΥΤΣΙΛΗΣ
Ο Φώτης Μ.
Φυτσιλής , ανθυπολοχαγός του Ελληνικού στρατού στον πόλεμο του 40, αφηγείται στα παιδιά του , τις μάχες στις οποίες πήρε μέρος για την
υπεράσπιση της πατρίδας μας.
1.
Εγώ ,ο γιος του, δεν έζησα τα γεγονότα του έπους του 40 .
Γεννήθηκα με τη λήξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου και μεγάλωσα ακούγοντας τις αφηγήσεις του
πατέρα μου για τους αγώνες του ελληνικού στρατού πάνω στα αλβανικά βουνά.
Θυμάμαι τον πατέρα μου να αλλάζει όψη όσες φορές έκανε περιγραφές για τις σκληρές
μάχες και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γίνονταν. Οι διηγήσεις του σε μας
έμοιαζαν με παραμύθι και ο πατέρας μου ήταν για μας ο ήρωας της ιστορίας .
Τα
γεγονότα που μας περιέγραφε
έπαιρναν στη σκέψη μας διαστάσεις απίστευτες . Σχεδόν πάντα τελείωνε την
αφήγησή του με μια μεγαλειώδη νίκη απέναντι στους εχθρούς της πατρίδας μας και
αυτό μας ενθουσίαζε και καμαρώναμε που ο πατέρας μας ήταν εκεί , στον πόλεμο
,για να διώξει τους εχθρούς μας
και να μείνουμε ελεύθεροι. Είμαστε τότε πολύ μικροί για να νιώσουμε τις
πραγματικές διαστάσεις του θριάμβου που πραγματοποίησαν οι έλληνες στρατιώτες
πολεμώντας τους εχθρούς της πατρίδας μας . Οι περιγραφές του πατέρα μου ήταν
τόσο παραστατικές που φαινόταν σε μας, σαν να είμαστε εκεί στα σύνορα και βλέπαμε τις μάχες με τους Ιταλούς.
Ήταν φορές που παρακαλούσαμε τον πατέρα μου να συνεχίσει να μας λέει τις
ιστορίες του . Ακούγαμε για το κρύο και τα χιόνια στα βουνά που δεν ήταν ικανά
να σταματήσουν τους φαντάρους μας να κυνηγούν το εχθρό. Μας έλεγε πως είχανε πιάσει πολλούς αιχμαλώτους και
τους δώσανε φαγητό και ρούχα ξεχνώντας πως ήτανε εχθροί τους.
Μεγαλώσαμε αρκετά εγώ και ο αδερφός
μου και πηγαίναμε στο Γυμνάσιο . Κάποια μέρα ζήτησα από τον πατέρα μου να μας
διηγηθεί την ιστορία του από την αρχή. Ήθελα να μάθω πως ξεκίνησε για το μέτωπο
και τι αισθάνονταν όταν η πατρίδα τον κάλεσε να πάει να πολεμήσει τους εχθρούς
της.
« Δε φοβήθηκες πατέρα
πως θα μπορούσε να σκοτωθείς στον πόλεμο», ήταν η πρώτη μου ερώτηση .
Χαμογέλασε με την ερώτησή μου ,όχι γιατί τη βρήκε αφελή, αλλά γιατί είχε ζήσει
τον πατριωτισμό των νέων της
εποχής εκείνης,
«Μπορείτε να το πιστέψετε παιδιά μου αυτό που συνέβαινε στην
πατρίδα μας εκείνο τον καιρό;. Να βλέπετε τους νέους με το χαμόγελο στα χείλη
να τρέχουν στα κέντρα του στρατού για να καταταγούν και να πηγαίνουν στο μέτωπο, σα να πήγαιναν
σε πανηγύρι . Εγώ τα έζησα αυτά
γιατί εκείνο τον καιρό υπηρετούσα
ως έφεδρος ανθυπολοχαγός στο 5ο σύνταγμα πεζικού, στα Τρίκαλα. Το
πρωΐ της 28ης Οκτωβρίου
άκουσα ασυνήθιστη κινητοποίηση και φασαρία . Ήμουν αξιωματικός υπηρεσίας
και βγήκα έξω από το κτίριο και ρώτησα ένα φαντάρο που περνούσε εκείνη τη
στιγμή . « Τι συμβαίνει και γίνεται τέτοια φασαρία;» .Μου απάντησε με έκπληξη:
« Δεν το ξέρετε κύριε ανθυπολοχαγέ ,έχουμε πόλεμο με τους Ιταλούς». Έφυγε
τρέχοντας και εγώ έμεινα με το βλέμμα μου απλανές και τη σκέψη μου να προσπαθεί
να φανταστεί αυτά που θα ακολουθούσαν.
Από καιρό γνωρίζαμε τις Ιταλικές
προκλήσεις, ιδιαίτερα μετά τη βύθιση της Έλλης και την εγκατάσταση ιταλικών
στρατευμάτων στην Αλβανία. Οι προθέσεις της Ιταλίας δεν κρύβονταν πλέον και
ήταν θέμα χρόνου να ανοίξει το μέτωπο του πολέμου. Και να που ήρθε η ιστορική
μέρα της 28ης Οκτωβρίου. Εμείς νοιώθαμε μέσα μας πως κάτι μεγάλο θα
ακολουθούσε για την πατρίδα μας .Δεν μπορούσαμε να φανταστούμε τις μεγαλειώδεις
νίκες του στρατού μας απέναντι στην πανίσχυρη τότε φασιστική Ιταλία αλλά
είμαστε σίγουρα πως ο εχθρός δεν θα περνούσε στη χώρα μας.
Ήταν τέτοια η
αποφασιστικότητα των Ελλήνων εκείνη την εποχή που αν το ήξερε ο Μουσολίνι δεν
θα τολμούσε να επιτεθεί . Μιλούσαν οι αιώνες τις ιστορίας μας .Το « Μολών λαβέ» του Λεωνίδα , Η νίκη
στο Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα
και ο ηρωϊκός ξεσηκωμός του γένους
το 1821 . Ο Μουσολίνι δεν γνώριζε την ιστορία μας , αλλιώς δεν εξηγείται η
απόφασή του να μας κηρύξει τον πόλεμο και να φαντάζεται ένα απλό περίπατο, το
πολύ μιας εβδομάδας ,μέχρι την Αθήνα.
Η αριθμητική δε βοηθάει όταν έχεις να
κάνεις με λαούς σαν τους Έλληνες . Φαντάζεστε τους ιταλούς στρατηγούς όταν
παρουσίαζαν στο δικτάτορα Μουσολίνι το στρατιωτικό σχέδιο κατάκτησης της χώρας
μας. Τα λόγια τους πρέπει να ήταν κάπως έτσι : « Εξοχώτατε , δεν πρόκειται για σημαντική επιχείρηση. Έχουμε συντριπτική υπεροχή σε όπλα και
στρατό. Μπορεί οι Έλληνες να παρουσιάσουν κάποια αντίσταση για την τιμή των
όπλων τους αλλά μόλις θα δουν την ανίκητη πολεμική μας μηχανή είναι σίγουρο πως
θα τραπούν σε φυγή και δεν θα τους φτάνουμε. Όλα είναι ζήτημα μιας εβδομάδας το πολύ, άλλωστε πρόκειται
για μια πολύ μικρή και αδύναμη χώρα.»
Η αλήθεια όμως
για την πατρίδα μας δεν ήταν αυτοί που παρουσίαζαν οι Ιταλοί στρατηγοί στον
δικτάτορα Μουσολίνι . Οι Έλληνες το 1940 είχαν μεθύσει με το αθάνατο κρασί του
21 , κατά τον ποιητή μας Κωστή Παλαμά. Ήταν τέτοια η ορμή και η αποφασιστικότητά
τους για νικηφόρο αγώνα απέναντι στη φασιστική τότε Ιταλία που δεν τους άφηνε
να σκεφτούν τίποτε άλλο πέρα από τη νίκη.
Η πρώτη μέρα
του πολέμου στο σύνταγμα, στα Τρίκαλα, πέρασε μέσα σε έξαψη και έντονη
δραστηριότητα . Γίνονταν προετοιμασία των λόχων που θα έφευγαν για το μέτωπο τις
επόμενες μέρες . Ο δικός μας λόχος
άρχισε να μαζεύει τα απαραίτητα εφόδια ώστε μόλις πάρει εντολή να προωθηθεί στο
μέτωπο . Είχα συναντήσεις με το λοχαγό και άλλους αξιωματικούς ώστε να
συγκεντρώσουμε τις απαραίτητες προμήθειες και να είμαστε έτοιμοι να
αντιμετωπίσουμε τις ιδιαίτερα σκληρές
συνθήκες πάνω στα βουνά , μια που έρχονταν και ο χειμώνας που
προμηνύονταν ιδιαίτερα σκληρός.
Στις 2 Νοεμβρίου ο λόχος μας ξεκίνησε για το μέτωπο. Ο καιρός ήταν βροχερός και το κρύο τσουχτερό. Προχωρούσαμε με
τα πόδια και με τα εφόδιά μας φορτωμένα σε μουλάρια. Ώρες ατέλειωτες κάναμε
πορεία σε μονοπάτια για να μη δίνουμε στόχο στην αεροπορία του εχθρού. Η σκέψη
μας ήταν στο μέτωπο όπου έπρεπε να φτάσουμε όσο γίνεται πιο γρήγορα. Δεν
υπήρχαν ειδήσεις για τα γεγονότα των πρώτων ημερών και οι φήμες που
κυκλοφορούσαν ανάμεσά μας ,μιλούσαν
για ηρωϊκή αντιμετώπιση του εχθρού και αντεπίθεση των μονάδων μας στην
προκάλυψη .
Φτάσαμε στη
Σαμαρίνα και στρατοπεδεύσαμε σε ένα δασωμένο μέρος . Εκεί ήταν και άλλες
μονάδες που προωθούνταν για το μέτωπο.
Ένοιωσα μεγάλη χαρά όταν άκουσα τη φωνή του φίλου μου , του Θανάση
Μητσιάδη να με φωνάζει: « Ε, Φώτη, που
θα πάς έτσι στον πόλεμο με αυτή τη χλαίνη με τα γυαλιστερά κουμπιά. Θα είσαι ωραίος στόχος καϋμένε». Άρχισε να τραβάει τα κουμπιά και να τα
κόβει ένα-ένα. Μου βρήκε λίγο σύρμα και με αυτό έδενα από κει και έπειτα τη χλαίνη
μου. Στην κουβέντα που κάναμε δεν διέκρινες ίχνος φόβου . Άκουγες περισσότερο
αστεία και πειράγματα και νόμιζες πως δεν πήγαινες σε πόλεμο παρά σε πανηγύρι.
Από τη
Σαμαρίνα προχωρήσαμε προς την Κόνιτσα και κατόπιν ήρθαμε σε επαφή με τα τμήματα των ιταλών που
πραγματοποιούσαν επιθέσεις για να προωθήσουν τις θέσεις τους. Θυμάμαι την
εικόνα ενός στρατιώτη που είχε πέσει στην μάχη και βρίσκονταν στο δρόμο μας .
Αμέσως με κατέλαβαν άσχημες σκέψεις σχετικά με τη δική μου τύχη . « Ίσως αύριο
να είμαι εγώ στη θέση αυτή», σκέφτηκα αλλά γρήγορα έδιωξα αυτές τις τρομερές
σκέψεις και προχώρησα. Ο λόχος μας προωθήθηκε σε ένα βουνό με το όνομα «γομάρα»
και από εκεί ο ήχος των οβίδων έφτανε καθαρά στα αυτιά μας . Είμαστε πλέον στο
μέτωπο και θυμάμαι πως στην πρώτη μας μάχη ακούγαμε να σφυρίζουν γύρω μας οι
σφαίρες και κάποιος στρατιώτης με ρώτησε « Τι είναι αυτά που σφυρίζουν έτσι στα
αφτιά μας». Του φώναξα
αστειευόμενος πως είναι σφήκες. Και αμέσως συμπλήρωσα πως οι σφαίρες που
σφυρίζουν δεν είναι για μας ,μη δίνεται σημασία. Ήταν η πρώτη μας επαφή με τη
μάχη .Όταν τις επόμενες μέρες μπήκαμε για τα καλά στις μάχες τίποτα πια δεν μας
έκανε εντύπωση και ο φόβος ήταν πλέον κάτι άγνωστο για μας . Προχωρήσαμε πάνω
από τη Σαμαρίνα και φτάσαμε σε ένα χωριό που το έλεγαν Φούρκα. Σταθήκαμε στην
πλατεία και έφτασε μετά από λίγο ο μπακάλης του χωριού κρατώντας ένα κουτί . Το
άνοιξε και μας πρόσφερε λουκούμια. Μας είπε : « Δεν έχω τίποτε άλλο να σας
προσφέρω. Να, πάρτε αυτά που έμειναν. Οι ιταλοί τα πήραν όλα αλλά δεν κατάλαβαν
πως είχε και άλλη στρώση λουκούμια από κάτω. Ευτυχώς έμειναν αυτά για να σας
καλωσορίσω». Έλαμπε από χαρά για την απελευθέρωση και το κυνήγι του κατακτητή.
Δεν κρατήθηκα
και διέκοψα τον πατέρα μου, λέγοντας: « Μα
καλά , τι τρώγατε όλες αυτές τις μέρες στο μέτωπο;» . Πάλι χαμογέλασε
ακούγοντας την ερώτησή μου ,και
απάντησε : « Μην κοιτάτε τώρα που τα έχετε όλα .Εκείνες τις μέρες έφτανε να
σταματήσει την πείνα μας ένα
κομμάτι ψωμί .λίγο ρίζι ,καμιά κονσέρβα και αυτά όταν τα είχαμε. Υπήρχαν μέρες
που τη βγάζαμε με ελάχιστα κομμάτια ψωμί που είχαν απομείνει. Όταν μπαίναμε σε
χωριά και μας υποδέχονταν οι κάτοικοι μας πρόσφεραν ότι είχαν για να μας
χορτάσουν . Κάποιες φορές ξεχνούσαμε την πείνα μας και προχωρούσαμε γοργά για
να πιάσουμε θέσεις μάχης που θα είχαν πλεονέκτημα απέναντι στον εχθρό. Μια μέρα
θυμάμαι πως ο φίλος μου ο Μητσιάδης μου έφερε μια καραβάνα με ρύζι. Αυτό για
μένα ήταν το καλύτερο δώρο εκείνες τις μέρες . Δεν ξέρω που το είχε βρει .
Μπορεί και να το είχαν αφήσει οι
ιταλοί όταν υποχωρούσαν πανικόβλητοι ή να το πρόσφεραν σε κάποιο χωριό Έλληνες
κάτοικοι ,Βορειοηπειρώτες .
Ο Καιρός είχε
αρχίσει να χειροτερεύει και στα βουνά έπεφταν τα πρώτα χιόνια. Είχαμε περάσει
το Λιασκοβίκι και προχωρούσαμε σε μια ορεινή περιοχή. Θυμάμαι πως είχα κοιμηθεί
με μια κουβέρτα έξω από το αντίσκηνο και το πρωΐ όταν ξύπνησα είδα πως ήμουν σκεπασμένος με χιόνι. Το κρύο
είχε αρχίσει να αγριεύει φορούσαμε ότι μάλλινο είχαμε και από πάνω σκεπαζόμασταν
πάντα με τις χλαίνες, αυτά τα βαριά στρατιωτικά παλτά. Το Ιταλικό πυροβολικό
μας χτυπούσε λυσσαλέα αλλά δεν είχε την ευστοχία του δικού μας .
Καθόμουν στο
αντίσκηνο μέσα ένα πρωϊνό και ήρθε και με βρήκε ο Δεκανέας Πατεράκης από την
Κρήτη. Ηταν ένας άφοβος κρητικός ,ένα παλληκάρι που είχα στο λόχο μου .Του
πρόσφερα τσάϊ και αρχίσαμε να κουβεντιάζουμε για τον πόλεμο ενώ το πυροβολικό
των ιταλών μας έβαζε ασταμάτητα . Ο Πατεράκης μου έλεγε : « Κύριε ανθυπολοχαγέ ,εμείς κρατάμε γερά εδώ
. Δεν πρόκειται να περάσουν οι Ιταλοί . Αν καμφθούμε εμείς δεν τους σταματάει
κανένας .» . Ξαφνικά μια οβίδα
ιταλική σκόρπισε το αντίσκηνο και
όλα ανταριάστηκαν γύρω μας . Όταν μετά από λίγα λεπτά συνήλθα ήμουν
γεμάτος αίματα στον ώμο μου. Νόμισα πως είχα χτυπηθεί και άρχισα να κουνάω το
χέρι μου , Διαπίστωσα πως δεν είχα τίποτα αλλά δίπλα μου βρίσκονταν πεσμένος
και γεμάτος αίματα ο δεκανέας Πατεράκης. Αμέσως έτρεξαν στρατιώτες και μας
ανέσυραν από το λάκκο που είχε σκάψει η φονική οβίδα. Η κακή μοίρα το θέλησε να σκοτωθεί ο Πατεράκης και εγώ να
ζήσω. Οι στρατιώτες έθαψαν τον ηρωϊκό Δεκανέα στο μέρος που σκοτώθηκε και
γύρισαν πίσω στις θέσεις μάχης που κατείχαν πριν από λίγο. Η εικόνα του άτυχου
Πατεράκη που τη μια στιγμή συζητούσε ήρεμα μαζί μου και μετά από λίγο έπεσε για
την πατρίδα, δεν έφευγε για καιρό από τη σκέψη μου. « Ο πόλεμος παιδιά μου είναι σκληρός και ανελέητος και κανένας από μας
που πολεμούσαμε τον εχθρό ,δεν γνώριζε τη έμελλε να του συμβεί τις επόμενες
στιγμές.»[1]
Η μέρες
περνούσαν και ο στρατός μας ήταν ασταμάτητος στο κυνήγι των ιταλών. Ήταν τόση η
ορμή των στρατιωτών μας που δεν έπαιρναν πολλές φορές μέτρα προφύλαξης
προκειμένου να επιτεθούν στους εισβολείς ιταλούς. Ένας στρατιώτης μου είχε βρει
ένα ωραίο τέχνασμα για να αιφνιδιάζει του Ιταλούς. Επειδή δεν είχε αρκετές
χειρομομβίδες χρησιμοποιούσε μια στρογγυλή πέτρα και μόλις έκανε να τη ρίξει
σήκωναν τα χέρια τους και παραδίδονταν φωνάζοντας το περίφημο «Μπόνο Γκρέκο».
Όμως όσο
σκληρός και αν ήταν ο πόλεμος ,υπήρχαν φορές που βλέποντας τους ιταλούς τραυματισμένους
να κείτονται στο πεδίο της μάχης τους μαζεύαμε και τους προωθούσαμε στα
μετόπισθεν για ιατρική περίθαλψη.
Θυμάμαι ένα
βράδυ μετά από μια σκληρή και φονική μάχη σταμάτησαν τα πυρά και προχώρησα μαζί
με μερικούς στρατιώτες να μαζέψω τους τραυματίες. Μπήκα στην περιοχή των ιταλών
και βρέθηκα μπροστά σε ένα πλήθος νεκρών και τραυματισμένων στρατιωτών. Τα δικό
μας πυροβολικό είχε κάνει θραύση με την ευστοχία του στις εχθρικές θέσεις .
Καθώς προχωρούσα ένας τραυματίας ιταλός μου έδειξε με το χέρι του πως εκεί
κοντά υπήρχε ο αξιωματικός του τραυματισμένος. Πλησίασα και βρήκα τον
ιταλό αξιωματικό βαριά
τραυματισμένο. Εκείνος άπλωσε τα χέρια του και έπιασε τα δικά μου και τα
φίλησε. Έβλεπε στο πρόσωπό μου το σωτήρα του . Έδωσα εντολή στους στρατιώτες
και τον μετέφεραν στον καταυλισμό μας και από κει ένας στρατιώτης τον πήρε με
μουλάρι και τον μετέφερε σε κάποιο ορεινό χειρουργείο. Όταν σταματούσε η μάχη
και μαζεύαμε τους τραυματίες δεν κάναμε διάκριση Ελλήνων και Ιταλών .
[1] Τη σκηνή του Πατέρα μου
με το δεκανέα Πατεράκη στο μέτωπο την περιέγραψα σε μια εορταστική εκδήλωση για
την 28 Οκτωβρίου 1940 στο δημοτικό
κινηματοθέατρο. Τη γιορτή είχε
οργανώσει το 3ο Λύκειο
Καρδίτσας και εγώ ως Λυκειάρχης χαιρέτησα την εκδήλωση με τα εξής λόγια: « Αγαπητοί μου μαθητές και μαθήτριες σήμερα
δε θα κάνω ένα τυπικό συνηθισμένο
χαιρετισμό αλλά θα σας διηγηθώ μια σκηνή από το μέτωπο , όπως μου την
περιέγραψε ο πατέρας μου, που υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός στον πόλεμο του 40. Θα
ήταν καλύτερα να σας τα έλεγε ο ίδιος ο πατέρας μου, αλλά λόγω προχωρημένης
ηλικίας δεν μπορεί πλέον να σταθεί και να σας μιλήσει. Αφιερώνω τα όσα θα σας
πω στην μνήμη του ήρωα δεκανέα Πατεράκη» . Όταν τελείωσα την περιγραφή , τα
παιδιά σηκώθηκαν και χειροκροτούσαν ασταμάτητα. Συγκινήθηκα αλλά δεν το έδειξα στα παιδιά .
Μετέφερα βέβαια
τη σκηνή με το τιμητικό χειροκρότημα στον πατέρα μου. Ήταν μια από τις
ωραιότερες και πιο συγκινητικές στιγμές στα χρόνια που υπηρέτησα την
εκπαίδευση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου