ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ (Μέρος Α’)
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Θουκυδίδης: Το μέτρο της αντικειμενικότητας
Προδίδοντας την πατρίδα του, ο Αλκιβιάδης συμβούλευσε τους Σπαρτιάτες να άρουν τις επιφυλάξεις τους, να οχυρώσουν τη Δεκέλεια της Αττικής και να στείλουν στρατεύματα στη Σικελία
Πριν διεξαχθεί η πρώτη επιχείρηση εναντίον των Συρακουσών, ο Νικίας θεώρησε σκόπιμο να απευθυνθεί με παραινετικούς λόγους στους άνδρες του, στους Αθηναίους και στους συμμάχους τους (Αργείους, Μαντινείς και νησιώτες) που είχαν εκστρατεύσει μαζί τους στη Σικελία. Απέναντί τους είχε παραταχθεί το πεζικό και το ιππικό των Συρακουσίων, ενισχυμένο από δυνάμεις που προέρχονταν από το Σελινούντα, τη Γέλα και την Καμάρινα. Ύστερα από μια σκληρή και αμφίρροπη μάχη, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους κατάφεραν να τρέψουν τους αντιπάλους τους σε φυγή. Ο Ερμοκράτης ήταν εκείνος που με μια ομιλία του επιχείρησε να διατηρήσει ακμαίο το φρόνημα των ηττημένων συμπατριωτών του και να υποδείξει την πορεία που έπρεπε να ακολουθήσουν από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά.
Στο μετέπειτα διάστημα οι αντιμαχόμενες πλευρές προσπάθησαν να προσεταιριστούν την Καμάρινα, η οποία έως τότε αμφιταλαντευόταν. Την αποστολή αυτήν ανέλαβε από πλευράς των Συρακουσίων ο Ερμοκράτης, ο οποίος έδωσε το «παρών» στη συνέλευση των Καμαριναίων και τάχθηκε υπέρ της συγκρότησης ενός σικελικού μετώπου κατά των Αθηναίων. Για λογαριασμό των τελευταίων μίλησε στους Καμαριναίους ο πρέσβης Εύφημος, που με τα επιχειρήματά του θύμισε πολύ τη στάση των αθηναίων απεσταλμένων στη Μήλο το 416 π.Χ. Οι Καμαριναίοι αποφάσισαν πάντως να τηρήσουν στάση ουδετερότητας στη σύρραξη μεταξύ Αθηναίων και Συρακουσίων.
Καθοριστικός παράγοντας για την επέκταση του πολέμου υπήρξε τελικά η παρουσία του Αλκιβιάδη στη Σπάρτη, όπου εκείνος είχε μεταβεί μαζί με τους λοιπούς εξορίστους κατόπιν προσκλήσεως των Λακεδαιμονίων. Προδίδοντας την πατρίδα του, ο Αλκιβιάδης συμβούλευσε με μια εκτενή αγόρευσή του τους Σπαρτιάτες να άρουν τις επιφυλάξεις τους, να οχυρώσουν τη Δεκέλεια της Αττικής –αυτό έμελλε να αποδειχθεί ένα ισχυρό πλήγμα για τους Αθηναίους– και να στείλουν στρατεύματα στη Σικελία, υπό τη διοίκηση ενός άξιου στρατηγού τους. Οι Λακεδαιμόνιοι, υπό τις ταυτόχρονες παροτρύνσεις απεσταλμένων της Κορίνθου και των Συρακουσών, πείστηκαν από τα επιχειρήματα του Αλκιβιάδη και όρισαν τον Γύλιππο επικεφαλής των Συρακουσίων.
Το τελικό τμήμα του έκτου βιβλίου του Θουκυδίδη αναφέρεται σε γεγονότα του δέκατου όγδοου έτους του πολέμου, στα οποία περιλαμβάνονται η κατάληψη των Επιπολών –απόκρημνου υψώματος που δεσπόζει στην περιοχή των Συρακουσών– από τους Αθηναίους και ο θάνατος του αθηναίου στρατηγού Λάμαχου.
Στη ζωή και στην εν γένει δράση του περίφημου Θουκυδίδη αναφέρονται ποικίλες παραδόσεις –δύο Βίοι, το άρθρο της Σούδας κ.ά.–, αλλά τις πλέον ασφαλείς και αξιόπιστες πληροφορίες, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, τις βρίσκουμε στο ίδιο το έργο του μεγαλύτερου ιστορικού της αρχαιότητας, που πιθανολογείται ότι γεννήθηκε περί το 460 π.Χ. Ευθύς εξαρχής, με την πρώτη κιόλας φράση του προοιμίου των Ιστοριών του (βιβλίο Ιστοριών Α, 1.1), ο Θουκυδίδης δηλώνει ότι ξεκίνησε τη συγγραφή αμέσως μόλις ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων, επειδή αντελήφθη τη σημασία της σύγκρουσης και το άνευ προηγουμένου μέγεθός της.
Συμπληρωματικά, ο ίδιος ο Θουκυδίδης και πάλι, στο λεγόμενο δεύτερο προοίμιο (βιβλίο Ιστοριών Ε, 5.26), καθιστά γνωστό ότι ο εν λόγω πόλεμος διήρκεσε συνολικά είκοσι επτά χρόνια, καθώς και ότι εκείνος τον έζησε ολόκληρο, και μάλιστα σε μια ηλικία που του επέτρεπε να έχει ήρεμη κρίση και, κατά συνέπεια, ακριβή εικόνα των γεγονότων. Στο ίδιο σημείο πληροφορούμαστε επίσης ότι ο Θουκυδίδης, μετά την ατυχή εμπλοκή του ως στρατηγού στα πολεμικά γεγονότα της Αμφίπολης (το 424 π.Χ.), εξορίστηκε επί μία εικοσαετία από την πατρίδα του.
Εξάλλου, ο Θουκυδίδης μάς πληροφορεί (βιβλίο Ιστοριών Β, 2.48) ότι και ο ίδιος συγκαταλεγόταν στα θύματα του διαβόητου λοιμού που ενέσκηψε στην Αθήνα το 430 π.Χ. και επέφερε ένα καίριο πλήγμα στο αθηναϊκό κράτος.
Ενδιαφέρουσα είναι και μία ακόμη πληροφορία που μας δίνει ο κορυφαίος ιστορικός, όταν μνημονεύει (βιβλίο Ιστοριών Δ, 4.104) το όνομα του πατέρα του: Όλορος. Το όνομα αυτό –θρακικό και αμάρτυρο κατά τα άλλα στην Αττική– είναι το ίδιο με εκείνο που έφερε ο θρακιώτης βασιλιάς του οποίου την κόρη, την πριγκίπισσα ονόματι Ηγησιπύλη, είχε νυμφευθεί ο μέγας στρατηγός Μιλτιάδης, ο θριαμβευτής του Μαραθώνα – από το γάμο αυτόν είχε γεννηθεί ο επιφανής στρατηγός και πολιτικός Κίμων. Οι ερευνητές εικάζουν ότι ο Θουκυδίδης είχε από την πλευρά του πατέρα του κάποια συγγενική σχέση με τους προαναφερθέντες, η οποία όμως δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια. Πέραν αυτής, ο ιστορικός Θουκυδίδης είχε –από τους προγόνους του που ανήκαν στο ίδιο με τον Μιλτιάδη και τον Κίμωνα γένος, εκείνο των Φιλαϊδών– συγγενικό δεσμό με τον συντηρητικών καταβολών συνονόματό του πολιτικό, το γιο του Μελησία, ο οποίος, ως επικίνδυνος αντίπαλος του Περικλή, είχε διατελέσει αρχηγός της ολιγαρχικής παράταξης και είχε εξοστρακιστεί το 443 π.Χ.
Όπως γίνεται αντιληπτό από τα ανωτέρω, ο Θουκυδίδης είχε εκ καταγωγής στενή σχέση με τους συντηρητικούς κύκλους της Αθήνας, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε, με τη θετική αντίληψη των πραγμάτων και την αντικειμενικότητα που κατεξοχήν τον διέκριναν, να αναγνωρίζει τις μεγάλες δυνατότητες της περίκλειας αθηναϊκής δημοκρατίας, όπως βεβαίως και τα τρωτά σημεία του αθηναϊκού κρατικού οικοδομήματος.
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου