ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
Κωστής Παλαμάς: Ο σπουδαίος μας ποιητής σχηματίζει το πορτρέτο του
Ένα πορτρέτο του σπουδαίου Κωστή Παλαμά μέσα από τα λόγια του Κώστα Αθάνατου αλλά και του ίδιου του ποιητή.
Στις 27 Φεβρουαρίου 1943, φεύγει από τη ζωή, σε ηλικία 84 ετών μία από τις εμβληματικότερες προσωπικότητες των ελληνικών γραμμάτων, ο Κωστής Παλαμάς.
Όπως είναι ευρέως γνωστό η κηδεία του Κωστή Παλαμά, στην Αθήνα που βρισκόταν υπό την κατοχή των Ναζί εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη αντιστασιακή συγκέντρωση του ελληνικού λαού κατά των γερμανών κατακτητών.
Ο Τύπος των ημερών εκείνων τελούσε υπό την ναζιστική λογοκρισία γι’ αυτό και οι αναφορές του «ΒΗΜΑΤΟΣ» στα φύλλα που κυκλοφόρησαν τις ημέρες εκείνες δεν θα μπορούσαν να αναφέρονται στη μορδή αυτή που έλαβε η κηδεία.
Ο Βενέζης για την κηδεία του Παλαμά
Δέκα χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1953, στην ελεύθερη πια Ελλάδα, ο εμβληματικός συγγραφέας και σταθερός συνεργάτης του «ΒΗΜΑΤΟΣ» Ηλίας Βενέζης περιγράφει το πώς βίωσε ο ίδιος τις ημέρες του θανάτου του Παλαμά.
«Οι Αθηναίοι θα θυμούνται εκείνη την ημέρα του Φεβρουαρίου του 1943. Οι μέρες της δουλείας ήταν φοβερές, ότι είχε τελειώσει ο δεύτερος σκληρός χειμώνας της πικρίας, της πείνας και του θανάτου. Τίποτα δε μηνούσε ακόμα τη μέρα της λυτρώσεως. (…)
»Τότε, ένα πρωινό του Φεβρουαρίου του 1943, άξαφνα ο λαός της πρωτεύουσας των Ελλήνων, μάθαινε το άγγελμα: πέθανε ο Κωστής Παλαμάς! (…) Όλη η Αθήνα ξεσηκώθηκε.
»Απ’ τα πιο μακρυνά σημεία της μεγάλης πόλης, άρχισαν να ξεκινούν και να οδεύουν τα κύματα του κόσμου για να φτάσουν στο λόφο του κοιμητηρίου και να συνοδεύσουν στην τελική του γαλήνη τον Ποιητή.
»Ήξεραν όλα αυτά τα πλήθη την ποίηση του Παλαμά και την αγαπούσαν; Τους είχαν δώσει μήπως κανένα σύνθημα παρακινώντας τους, για λόγους σκοπιμότητας, να πάνε στην κηδεία;
Αυθόρμητη, παλλαϊκή έξοδος
»Ω, τίποτα απ’ όλα αυτά! Ήταν μια αληθινά αυθόρμητη, παλλαϊκή έξοδος, μια κίνηση του ενστίκτου. Μιλούσε αυτό το ένστικτο σε όλους, ως και στους πιο απλοϊκούς ανθρώπους.
»Τούς έλεγε πως αυτός ο θάνατος ήταν ένα γεγονός μέγα, πώς μια στιγμή μεγάλη της Ελλάδας τελείωνε για ναρθή έπειτα άλλη να τη διαδεχθή με τον αδιάσπαστο νόμο της Ελληνικής διάρκειας.
»Και η Ελλάδα, η Αθήνα, έπρεπε να δώσει το παρόν της σ’ αυτόν το θάνατο, υπενθυμίζοντας έτσι στους κατακτητές της πως αυτός εδώ ο τόπος δεν υποδουλώνεται, δεν εξανδραποδίζεται, αφού στην ουσία του είναι ένας χώρος αιωνιότητος του πνεύματος.
»Έπρεπε να το μάθουν, πως κάθε φορά, μεσ’ στους χρόνους της ιστορίας, που μαχόμαστε εδώ στη γυμνή μας γη, στα βουνά μας τα άγρια, στα φαράγγια μας και στη θάλασσά μας, πως κάθε φορά που στηλωνόμαστε όρθιοι, που πολεμούμε και πεθαίνουμε, δεν υπερασπίζουμε μονάχα ένα κομμάτι γης, τα χωράφια μας, τα καλύβια μας, τις αιωνόβιες εληές μας.
»Αλλ’ ότι μαζί μ’ αυτά υπερασπίζουμε ό,τι επήραμε απ’ τους πατέρες μας κι απ’ τους πατέρας των πατέρων μας: το Ελληνικό πνεύμα.
»Έπρεπε να δουν ακόμα οι κατακτητές μας πώς σ’ εμάς οι μεγάλες ώρες μας ως Έθνους δεν είναι μονάχα όταν νικήσαμε. Αλλά και όταν νικηθήκαμε».
«Ο δυστυχέστερος των προλεταρίων, των βιοπαλαιστών»
Με άρθρο του στις 22 Ιανουαρίου 1923, ο Κώστας Αθάνατος ένας από τους κορυφαίους δημοσιογράφους των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα και επιφανές στέλεχος του «ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΒΗΜΑΤΟΣ» αναρωτιέται «Τι είναι, λοιπόν, ο Κωστής Παλαμάς – ω Νεοέλληνες;» και απαντά με ζηλευτή απλότητα και αμεσότητα:
«Ο δυστυχέστερος των προλεταρίων, των βιοπαλαιστών. Έφαγε την ζωήν του ως γραμματεύς του Πανεπιστημίου, υπηρετεί ως ο έσχατος εις το μέγαρον με τα προπύλαια και της κουκουβάγιες, ενώ θα ημποούσε να το τιμήση ως Πρύτανις!
»Σκύβει υπομονητικά σ’ ένα τραπέζι, τρώγεται με τον καϋμό μιας εργασίας ξηράς και παθητικής, ενώ οι χυμοί της εμπνεύσεως και της σοφίας του πλημμυρίζουν την απέραντον ψυχήν.
»Από το αφανές εκείνο τραπέζι της αθλιεστέρας γραφειοκρατίας, από το τέμενος της ρουτίνας και του συμβατισμού, αυτός πηγή ανεξάντλητος, καταρράκτης ακράτητος και ορμητικός, ξεχύνει χειμάρρους φωτός, απλώνει γύρω του αυλάκια δροσιάς, κυλάει όπως το γάργαρο νερό και ποτίζει και αρδεύει άφθονα, ανεμπόδιστα, πλούσια το έρημο, το ακαλλιέργητο, το χέρσο χωράφι της φυλής.
»Ο στίχος του, άλλοτε τραγούδι παρηγοριάς, μάς μαλακώνει τον πόνο, άλλοτε σφυρί ατσαλένιο χτυπάει και φτιάνει όπως στο κοκκινισμένο σίδερο, και άλλοτε κασμάς που γκρεμίζει, που κομματιάζει που ρίχνει το άρρωστο, το σάπιο, το βλαβερό.
»Ας του χαρίσουμε του Ποιητού το μεγαλείτερον αγαθόν επόθησεν η ψυχή του: την ώραν του!
»Ας τον κάνουμε κύριον του χρόνου που του φεύγει. Πόσο χρόνον πολύτιμον, χρόνον παραγωγής και δυναμικότητος του εκλέψαμε…
»Δεν είναι ανάγκη, επί τέλους, το Κράτος να είνε πάντοτε εμπόδιον εις τον δρόμον του Καλού. Ας μη στιγματίζεται περισσότερον. Έχει εις την κατοχήν του ένα θησαυρόν, και κάνει το παν να τον εξανεμίση.
»Συνωμοτεί με την βιοπάλην και κτυπά το Κράτος, σαν δήμιος! Ας σώση έστω και εκ των υστέρων, ένα υπόλοιπον υπολήψεως και τιμής».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου